ἀσκημοκηδεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημοκηδεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκημοκηδεύω ἀμάρτ. ἀσκημοκιˬουδεύγω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄσκημα καὶ τοῦ ρ. κηδεύω, παρ’ ὃ καὶ κιˬουδεύγω.

Σημασιολογία

Κακῶς, ἀτελῶς περιποιοῦμαι, παραμελῶ: Ξέρεις, ἀσκημοκιˬουδεμένος εἶσαι καὶ θά ’χῃς καὶ παράπονο! (εἴρων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/