γιˬορτοφόρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορτοφόρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬορτοφόρι τό, Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κλειτορ. Πάτρ.)-Ν. Ἑστ. 4, 910 γιˬουρτουφόρ’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Δωρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γιˬορτοφορῶ, ὑποχωρητικῶς.

Σημασιολογία

1) Ἑορτὰσιμον ἔνδυμα Εὔβ. (Ἄκρ. Κουρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Δωρ.): Τό ’χου γιˬουρτουφόρ’ αὐτὸ Αἰτωλ. Τοὺ φυλάου ἀφορμὴ γιˬὰ γιˬουρτουφόρ’, ἀλλὰ πάλιˬουσι κιˬ αὐτὸ Ἄκρ. 2) Ἡμέρα ἑορτῆς θρησκευτικῆς ἢ ἄλλης Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κλειτορ. Πάτρ.)-Ν. Ἑστ., ἔνθ’ ἀν.: Ἔχουμε γιˬορτοφόρι Πάτρ. Χορεύουνε ’ς τὸ χωριˬὸ σὲ κἄνα ’πίσημο γιˬορτοφόρι Ν. Ἑστ., ἔνθ’ ἀν. Ἔχει γιˬορτοφόρι ὁ Νικόλας (ἔχει τὴν ὀνομαστικην του ἑορτὴν) Αἴγ. ’Σ τὰ χωριˬὰ ὅλα τὰ μεγάλα γιˬορτοφόριˬα ὁ κοσμάκης τὰ περιμένει μὲ χαρὰ Ἀρκαδ. ’Σ τὰ γιˬορτοφόριˬα, τὴ μέρα δηλαδὴ ποὺ γιˬορτάζει ὁ καθένας, θὰ πάῃ ’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ Κλειτορ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/