ἀσκημοκόριτσo

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημοκόριτσo

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκημοκόριτσο τό, κοιν. ἀσκημουκόριτσου βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ οὐσ. κορίτσι.

Σημασιολογία

Δυσειδής κόρη: Εἶναι ἀσκημοκόριτσο καὶ δὲ θὰ παντρευτῇ εὔκολα. Ποιὸς θὰ βρεθῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ τέτο͜ιο ἀσκημοκόριτσο!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/