γιˬορτοψώμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτοψώμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬορτοψώμι τό, Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. Κόσμ., 32.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬορτὴ και ψωμί.
Σημασιολογία
Ὁ κατὰ τὰς ἑορτὰς παρασκευαζόμενος ἄρτος μὲ ἐκλεκτὰ ὑλικὰ καὶ ἰδιαιτέραν ἐπιμέλειαν: ’Σ τὸ σπίτι τοῦ κυρ-Δήμου ’τοιμάζονταν νὰ δεχτοῦν τὰ Χριστούγεννα· τὰ γλυκὰ τὰ τσουρέκιˬα, τὰ γιˬορτοψώμιˬα, ὅλα, ὅλα ἔγιναν βασιλικὰ Συνών. χριστόψωμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA