γιˬὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬὸς ὁ, υἱὸς λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Ἰκαρ. Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γαλατ. Καταφύγ. Χαλάστρ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Ρόδ υἱὸ Καππ. υἵος Κάρπ. (Ἔλυμπ.) υἱγιˬὸς σύνηθ. υἱιˬὸς Κρήτ. ὑιˬὸ Κορσ. νυιγιˬὸς Α. Ρουμελ. (Φιλιπποόπ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κρήτ. (Ἅγιος Βασιλ. Σφακ. κ.ἀ.) Κῶς (Πυλ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Δεσκάτ. Κοζάν.) Μέγαρ. Πελοπν. (Δίβρ. Μεσσην. Πάν κ.ἀ.) υἱὲ Τσακων. (Βάτικ.) ’ὲς Τσακων. (Βάτικ.) ’ὲ Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γιˬὸς κοιν. καὶ Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) ιˬὸς Σίκιν. γιˬὸ Θεσσ. (Καρποχώρ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Προπ. (Μαρμαρ.) γιˬόσε Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) γιˬὸν Πόντ. (Κὰρς Ὄφ. Τραπ.) ἐγιˬὸς Θήρ. ᾿ιˬὸς Μακεδ. (Γαλατ. Καταφύγ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Κωμιακ. Φιλότ.) Προπ. (Μαρμαρ. κ.ἀ.) γιˬὲς Σκῦρ Αἰτιατ. gιˬὸ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Κλητ. γιˬὰ Θεσσ. (Ἀργιθ. Κρυόβρ.) κιˬὸ Μακεδ. (Κουφάλ.) Πληθ. γιˬόδες Καππ. (Φάρασ.) ’ζόδε Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬοῦδες Θεσσ. (Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) γιˬοῦδις Εὔβ. (Λιχὸις) Θεσσ. (Πήλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Καραγ. κ.ἀ.) Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Κοζ. Πεντάπ. κ.ἀ.) γιˬοῦες Κύπρ. (Δάλ. Μεσαρ. κ.ἀ.) ’ζέδε Τσακων. (Χαβουτσ.) οἱ Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Αἰτιατ. υἱεῖς Καππ. υἱέδους Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. υἱὸς διατηρηθὲν ἀλώβητον εἰς συντηρητικά τινα ἰδιώματα (βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 459), ἵσως κατ’ ἐπίδρασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, ἰδιαιτέρως δὲ εἰς στερεοτύπους φράσεις εὐχῶν, ἀρῶν, παροιμιῶν, τραγουδιῶν ἢ καὶ ἐνάρθρους πτώσεις, ὅπου τὸ ἄρθρον λήγει εἰς σύμφωνον καὶ εὐνοεῖ την διατήρησιν τοῦ ἀρχικοῦ φωνήεντος ἐλλείψει συνιζήσεως. Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. υἵος ἐκ δημοτικῶν τραγουδιῶν διὰ μετρικήν ἀνάγκην. Ὁ τύπ. υἱγιˬὸς πιθαν. μεταγν. (βλ. Ed. Mayser, Gramm. Griech. Papyr. I1, 92), ἀπαντῶν εἰς μεσν. δημοτικὰ τραγούδια καὶ εἰς τὸν ᾿Ερωτόκριτον, διατηρεῖται ὡσαύτως εἰς τραγούδια καὶ εἰς φράσεις. Κατὰ τὸν Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 230, εἰς τὸν τύπ. τοῦτον ἐπανελήφθη τὸ ἀρκτικὸν υ ἱ «ἐκ τοῦ ἀπαθοῦς τόπου τοῦ ἐκ τῆς λογίας παραδόσεως γνωριζομένου». Πβ. καὶ ἐγγρ. τοῦ 1692 (Γ. Πετροπ. Νοταρ. Πράξ. Παξῶν 216,1): «κὑρ-Μῖχος Δαλιέτος καὶ κὺρ-Νικολὸς ἀδελφοί, υἱγιοὶ τοῦ ποτὲ Κώστα». Ὁ τύπ. ἐγιˬὸς πιθαν. διά τήν συνεκφορὰν μετὰ τοῦ παρεκτεταμένου ἄρθρου τόνε γιˬό. Διὰ τὸν τὐπ. υἱζὲ βλ. H. Pernot, Dial. Tsakon., 110. Ὁ τύπ. νυιγιˬὸς ἐκ τῆς αἰτιατ. τὸν υἱγιˬὸ διὰ ψευδῆ συλλαβισμόν Πβ. τὰ ἀνάλογα τὸν ὦμο-ὁ νῶμος, τὴν ἄμμο-ἡ νάμμο, τὴν οὐρὰ-ἡ νουρὰ κ.τ.τ. Ὁ πληθ. γιˬοῦδες ἐκ τῆς αἰτιατ. τοῦ πληθ. γιˬοὺς κατὰ παρέκτασιν καὶ ἀναλογικ. πρὸς τὰ πατεράδες, μαννάδες, γονεῖδες, παπποῦδες, γαμπροῦδες.

Σημασιολογία

Τὸ ἄρρεν τέκνον, ὁ υἱὸς κοιν. καὶ Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Μέλαν. Χαβουτσ.): Ἔχει ἕνα γιˬὸ καὶ μιὰ κόρη. Ὁ γιˬός μου εἶναι εἴκοσι χρονῶν. Ὁ γιˬός μου ἔχει τρία παιδιὰ κοιν. Παραπροκομμένος εἶν’ ὁ ’ι ˬός σου! Νάξ. Ὤχου, ’ιˬέ μου, νὰ χαρῶ τὴ λεβεδιˬά σου! αὐτόθ. Σταμάτησε, βρὲ μάννας ’ιˬέ, γιˬατὶ θὰ ρεdάρω (θὰ κάμω ἐμετὸν) Νάξ. (Κωμιακ.) Τοῦ Περικλῆ ὁ ’ιˬὸς Προπ. (Μαρμαρ.) Ἤκαμενε δυˬὸ ’οὶ Νάξ. (Βόθρ.) Εἶε ἕναν γκιˬὸ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Ὁ γιˬό μ-μου ὁ μεσακὸ ’ὲν gαπέǵει τίποτε (gαπέǵει=καταλαβαίνει) Καλαβρ. (Γαλλικ.) Ὁ ’ζέ μ’ εἶναι τετραπέρατε Τσακων. (Χαβουτσ.) Τ’ ἐμὸν ὁ γιˬὸν (ὁ υἱός μου) Πόντ. (Τραπ.) Τ’ ἐμόνα ὁ γιˬὸν Πόντ. (Ὄφ.) Νὰ πουλήσωμ’ τὸ γάιδαρε ταὶ νὰ παντρέψωμε τὸν υἱὲ ναμ’ Τσακων. (Βάτικ.) Ἠγέννησεν ἡ κόρη μου τσ’ ἤκαμεν ἕναν υἱγιˬόμ-μὲ τ’ ἄστρον εἰς τὸ κούτελτο Ἀστυπ. Δὲ dρῶνε οἱ γιˬοῦδες μου dομάτα Θρᾴκ. (Μέτρ.) Τί τραυᾶνι κ’ οἱ γιˬοῦδις μας οἱ οὐλόμαυροι! Λῆμν. (Πλάκ.) Οἱ γιˬοῦδες μου ἐμέναν ἔμ πολ-λὰ προκομμένοι Κύπρ. Ἐγλέdιζεν ὁ μεγάλος του ’ιˬὸς μὲ τοῦ Καραπάτη τσὶ ’οὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τσῆ ’υριˬᾶς θὰ τόνε κάμουν οἱ ’οἱ dου, ᾿ιˬάτι εἶναι κακοκέφαλοι (τσῆ ’υριˬᾶς=τῆς γυριᾶς, τῆς ἐπαιτείας, ἐπαίτην, πτωχόν. οἱ ’οὶ=οἱ υἱοί. κακοκέφαλοι=ἀσύνετοι) αὐτόθ. Πάντριψα-ἔχασα τοὺν υἱγιˬό μ’ Μακεδ. (Καστορ.) Ὁ ’έ σι (ὁ υἱός του) Τσακων. (Χαβουτσ.) Ὁ Γιˬώργη ἔχου ’ρ δυˬὸ όδε (ὁ Γ. ἔχει δύο υἱοὺς) αὐτόθ. Τσὲ ἁπονάτε ὁ υἱζέ ντι; (τί ἀπέγινεν ὁ υἱός σου;) Τσακων. Ὁ γιˬόσε τοῦ ἀδερφοῦ μου ἑγιˬάη ’ς τὸ Ρὴγι (ἐγιˬάη=ἐδιάβη, μετέβη) Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Ἦτον ἕνας πατέρας τσ’ εἶεν dρεῖς υἱγιˬοὺς (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Εἶε μιˬὰγ-γυναῖκα ’ εἶχε δώδεκα υἵους (ἐκ παραμυθ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Καὶ ἐgώ, ἂν εἶχα τὸν gιˬὸ τοῦ ρήgα γιὰ ἄνdρα, ἐφιdέξουομ-μο νὰ τοῦ κάμω ἕνα εντινάρι παιδιˬὰ (ἐκ παραμυθ. …θὰ ἠμποροῦσα νὰ τοῦ κάμω μιὰ ἑκατοντάδα παιˬδιˬὰ) Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Τῆ υἵ’ τὸ παιδὶν ἡ ψὴ μ’ καὶ τὸ τζικάρι μ’ (τοῦ γιοῦ μου τὸ παιδί, ἡ ψυχή μου καὶ τὸ σπλάχνο μου) Πόντ. (Ἴμερ.) Μιˬὰβ-βολὰν τ’ ἕναν ταιρὸν εἶεν ἕναν ἄδρωπομ πού ’ε δκυˬὸ γιˬοῦες (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. (Δάλ.) || Φρ. Μ’ ἕνα γιˬό! (εὐχή εἰς ἐγκυμονοῦσαν) κοιν. Μ’ ἕναν gαλὸν υἱγιˬό! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Οἴτυλ.) Καλὸν υἱγιˬό! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Βοόρβουρ.) Ἕνα χ’σὸ γιˬὸ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Ἀλμ.) Καλὴ λευτεριˬά, μ’ ἕναν καλὸν υἱγιˬό! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. Ἦλ. Καὶ μὲ γιˬούς! (εὐχή εἰς νυμφευομένους) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μὶ γιˬόν! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Ἀρν.) Υἱὸς τῆς ἀπωλείας (ἐπὶ ἀσεβοῦς καὶ ἁμαρτωλοῦ. ἐκ τῆς ἐκκλ. γλώσσης. Εὐαγγ. Ἰω. ιστ , 12) λόγ κοιν. Ἄσωτος υἱὸς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ. ὁμοίως ἐκ τῆς ἐκκλ. γλώσσης) λόγ. κοιν. Εἶναι τ’ ἀνέμου καὶ τοῦ γιˬοῦ του (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λευκ. Διˬαόλου γιˬέ! (ἐλαφρῶς ἐπιτιμητικῶς εἰς ἐνοχλοῦντα ἡμᾶς) σύνηθ. Τοῦ διˬαόλου τοὺς υἱέδους (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Γιˬὸς τσ’ γκαβῆς (συνθηματ., ὁ ὕπνος) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἤρθεν τῆς στραβῆς ὁ γιˬὸς (εἰς τὸν καταλαμβανόμενον ὑπὸ ὑπνηλίας) Κῶς || Παροιμ. Γαμπρὸς υἱγιˬὸς δὲ γίνεται καὶ νύφη θυγατέρα (ὅτι ἡ στοργὴ τῶν ἐξ ἀγχιστείας τέκνων πρὸς τοὺς γονεῖς δὲν συγκρίνεται πρὸς τὴν τῶν φυσικῶν τέκνων) Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) Γαμπρὸς υἱὸς ’κί γίνεται καὶ νύφε θυγατέρα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Χαλδ.) Ἡ παροιμ. ὑπὸ διαφορ. Παραλλαγ. Πολλαχ. Στραβὸς υἱγιˬός, καλὸς υἱγιˬός. | στραβὸς γαμπρὸς, γιατί γαμπρὸς; (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Μάν.) Νὰ τὸν εἶχεν ἄλλος γιˬό, | νὰ τὸν ἔκανα γαμπρὸ (εἰρων. περὶ υἱοῦ, διὰ τὸν ὁποῖον ὁ πατὴρ δὲν εἶναι εὐχαριστημένος) Ἴος. Γιˬὰ τὸ γαμπρὸ γεννᾷ κι ὁ κόκκορος, καὶ γιˬὰ τὸ γιˬὸ μήτ’ ἡ κόττα (ὅτι περιποιοῦνται τὸν μνηστῆρα κόρης περισσότερον τοῦ υἱοῦ, δι’ εὐνοήτους λόγους) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 47, 68. Ἀπ’ τὸ γιˬό μου τὸ Νικόλα | σιχάθηκα τὸν Ἅι-Νικόλα (ἐπὶ τῶν γενικευόντων συγκεκριμένην περίπτωσιν ἀποστροφῆς πρὸς πρόσωπον ἤ πρᾶγμα) Πελοπν. (Τριφυλ.) Κατὰ μάννα, κατὰ κύρη, | κατὰ γιˬὸ καὶ δυχατέρα (τὰ προτερήματα καὶ τὰ ἐλαττώματα τῶν γονέων κληρονομοῦνται ὑπὸ τῶν τέκνων) κοιν. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Κακὸς γιˬός, κακὸς πατέρας (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Ἦλ.) Κάτσε, γριˬά, περίμενε, | νὰ κάνῃς γιˬὸ νὰ σ’ ἀγαπᾷ (ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων) Αἴγιν. Κάτσε, κόρη, ἀνύπαντρη, νὰ κάμω γιˬὸ νὰ πάρῃς (ἐπὶ τῶν γυναικῶν τῶν ἀναβαλλουσῶν διαρκῶς τὴν σύναψιν γάμου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ ὑπανδρευθοῦν τελικῶς) Πελοπν. (Ἀράχ.) Οὑ γιˬός μ’ νὰ ’νι καλὰ κ’ ἡ νύφη μ’ μαυρουμαντ’λοῦσα (νὰ πενθῇ. ἐπὶ ἀλόγου μίσους πεθερᾶς πρὸς νύφην) Εὔβ. (Λιχὰς) Δὲν ἔκαν’ ἄλλη μάννα γιˬό, | μόνο ἡ ψεῖρα τὸ gοριˬὸ (ἐπὶ ἀδικαιολογήτου κομπασμοῦ, ἀλαζονείας) Κρήτ. (Μόδ.) Τοῦ γιˬοῦ σου τάξε ψέματα καὶ τοῦ γαμbροῦ σου ἀλήθε͜ια (ἡ συμπεριφορὰ τῶν γονέων πρὸς τὰ ἐξ ἀγχιστείας τέκνα δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν συμπεριφορὰν πρὸς τὰ φυσικὰ) Νίσυρ. Ἄ φάου ’σὲ ’ὼ γ -ἡ ὀχιˬά, κάτι καὶ παρηγοριˬά. ἂ σὲ φάῃ ὁ γιˬὸς μ’ ἀστρίτης, τ’ ξινάρι καὶ τὸ φτυˬάρι κ’ ἔλα γρήγορα ’ς τὸν ᾍδη (τὸ δάγκαμα τοῦ ἔχεως (=ἀστρίτη) εἶναι θανατηφόρον) Πελοπν. (Γαργαλ.) || Αἰνίγμ. Ὁ γιός μου ὁ κοντοθόδωρος ’ς τὸν αὔλακα κοιμᾶται (τὸ ἀγγούρι) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὁ γιˬός μου ὁ κοντοθόδωρος τὰ ’λάφια κατεβάζει (τὸ κτένιον τὰς φθεῖρας τῆς κεφαλῆς) Πελοπν. (Πυλ.) Ὁ γιˬός μου ὁ κοντοθόδωρος μὲ τὰ πολλὰ ζουνάριˬα (τὸ βαρέλι) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Οὑ γιˬόζ-ιμ οὑ χουdρουμούχαλους μέσα ’ς τὴ γῆ θαμμένους (τὸ πιθάρι) Λῆμν. Ὁ γιˬός μου ὁ κοντοθόδωρος ὁ χιλιˬοπαλουκοκάρφης (ὁ ἀκανθόχοιρος) Πελοπν. (Κοπαν.) Στραβογκούζελος πατέρας, ἔμορφος υἱγιˬός, δαιμονισμένος ἔγγονος (τὸ κλῆμα) Πελοπν. (Καρδαμ.) || ᾌσμ. Μέσ’ ’ς τὴν ἀπάνου γειτονιˬά, ’ς τὴν παρακάτω ρούγα χήρας υἱγιˬὸς εἶν’ ἄρρωστος, βαριˬὰ γιˬὰ νὰ ’πεθάνῃ Πελοπν. (Βερζ. κ.ἀ.) Ἔ! τσῆ διˬαόλας τὸν υἱγιˬό, τέχνες ποὺ τσὶ μαθαίνει, ὅτινα θέλει τὸ φιλί, νὰ θέτῃ νὰ ’ποθαίνῃ Κρήτ. (Σητ.) Μάννα, μὲ τὶς ἐννιˬά σου γιˬοὶ καὶ μὲ τὴ μιˬά σου κόρη, τὸ προξενε͜ιὸ σοῦ στείλανε ἀπὸ τὸν ξένο τόπο Ἴος Νυιγιέ μου, κιˬ ἂ bᾶς ’ς τὸ καπηλε͜ιό, ὅπου ’ναι χαροκόποι, dήρα, διˬαdήρα τὸ σκαμνί, τὴ dάβλα νὰ καθίζῃς Κρήτ. (Σφακ.) Μάννα μ’, ὁ μικρο-Κωσταντῆς, ὁ μικρο-Κωσταντῖνος, τῆς καλογριˬᾶς τὸ ’έννημα, τῆς καλογριˬᾶς ὁ υἵος Κάρπ. Κερά μου, τοὺς υἱγιˬοῦδες σου, κερὰ μ’, τοὺς ἀκριβοῦς σου νὰ βγῇ οὑ μεγαλύτερος, νά βγῇ νὰ μᾶς κεράσῃ (ἐκ τῶν καλάνδων τοῦ Λαζάρου) Θρᾴκ. (Κεσάν.) Ἔχου γιˬὸ μοναχογιˬό, | παίρνου νύφη κάνου δυˬὸ Θρᾴκ. -Νυιγιˬέ μ’, τί κρῖμα ἔκαμις κ’ εἶσι κριματισμένους; -Ἰγώ ’λιγα νὰ μὴ ’ς τοὺ ’πῶ, νὰ μὴ ’ς τοὺ ’μουλουγήσω Θρᾴκ. (Σουφλ.) Ψόματα λές, μαριˬόλου γιˬέ, κ’ ἡ γειτονιˬὰ σοῦ τά ’πε Κρήτ. ’Σ τ’ Ἄγραφα κλαίει μιˬὰ παππαδιˬά, μικρὴ παππαδουπούλα, τσῆ πῆραν οἱ κλέφτις τοὺν υἱγιˬὸ κιˬ άλλουν υἱγιˬὸ δὲν ἔχει Μακεδ. (Καταφύγ.) Νὰ σὲ γαμbρολοήσωμε ’ς τ’ ᾍδη τὸ περιόλι μὲ τοῦ Πισσάρη τὸν υἱγιˬόν, πού ’σαι μοναχοκόρη (μοιρολ.) Νίσυρ. Ὁπὄχει γιˬοὺς μὴ χαίρεται, γαμπροὺς μὴ καμαρώνῃ (μοιρολ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Υἱέ μ’, πῶς νὰ κερδαίνω σε, χάρος νὰ μὴ κερδαίν’ σε; (μοιρολ.) Πόντ. Υἱέ μ’, καὶ ντ’ ἐγνωρίεις ἀτον πὼς ἔν’ τ’ς ἐγάπ’ς καμένος; Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ἀρσενικὸς Β1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Στοῦ Γιˬοῦ τσῆ ’Ρήνης Κεφαλλ. (Ἀργοστόλ.) Κάτω Γιˬὸς Πελοπν. (Μάν.) β) Ἡ κλητικὴ τοῦ ὀνόματος μετὰ ἤ ἄνευ τοῦ ἀντων τύπ. μου ὡς ἁπλῆ προσφώνησις συμπαθείας εἰς πρόσωπα μεθ’ ὧν τις διαλέγεται, ἀδιακρίτως φύλου καὶ συγγενικοῦ δεσμοῦ, ἀντὶ τῶν καλέ μου, ἀγαπητέ μου. Ἐνίοτε ὡς ἁπλοῦν ἐπιφών. ἐκπλήξεως, εἰς δὲ τὰ δημοτ. τραγούδια ὡς μετρικὸν παρέμβλημα τοῦ στίχου, ἴσως καὶ ἐξ ἐπιδράσεως τῆς ἐκκλ. γλώσσης, ἐκ τοῦ συνήθως ἀκουομένου ἐν τοῖς ναοῖς κατὰ τὴν Μεγ. Ἑβδομάδα, εἰς τὰ τροπάρια, «υἱέ μου», ὡς «υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος σου», κ.τ.τ. κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Μὴν κλαῖς, δὲν εἶναι τίποτα, γιˬέ μου! κοιν. Ὤχ, γιˬέ μου, δὲ μ’ ἀφίνεις καὶ σὺ ἥσυχο! πολλαχ. Μπὰ ἡ γι-ἄμοιρη, γιˬέ μου, τί ἔπαθα! Πελοπν. (Κορινθ.) Ξὺλα, μπρὲ γιˬέ μ’, χρειάζουντι! Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) Κλεῖσ’ τὴ θύρα, γιˬέ μ’! Μακεδ. (Βρία) ᾿Εσὺ εἶσι, μωρ’ Λιˬουτήρου; Κατέβα νὰ σὶ φιλήσω ψίχα, γιˬέ μ’! Ἤπ. (Ζαγόρ.) Νὰ σοῦ πῶ, γιˬέ μου Κορούλα (Κορούλα=κύρ. ὄν. γυν.) Πελοπν. (Μάν.) Ναί, γιˬέ μ’, συγύρ’σα κουμμάτ’ τοὺ ἔρ’μου τοὺ σπίτ’ (γιˬέ μ’=καλή μου πρὸς γυναῖκα ὁ λόγος) Μακεδ. (Θεσσαλὸν) Εἴχατε, γιˬέ μ’, λαλούμ’να ’ς τὰ πανηγύριˬα; Μακεδ. (Βόιον). Γιˬέ μου, ἄντρα μου, τί μοῦ ’καμες! Εὔβ. (Στρόπον.) Τί κά’ς αὐτόθ, γιˬά μ’; Θεσσ. (Ἀργιθ.) Ξορτσισμένες νὰ εἵσαστηνε, γιˬέ μου, τσαὶ ἀχαλίνωτες! (=κατηραμένες) Κάρπ. || ᾌσμ. Πέθαν’ οὑ βλάχος, πέθανι, | γιˬέ μ’, μέσα ’ς τοὺ γιδουμάdρι. Τί θὰ γίνου τώρα ἡ μαύρη! Στερελλ. (Σιβ.) Καλόγριˬα ἔ’ ὄμορφο γιˬὸ κι ὄμορφο παλληκάρι Ἄι ματάκιˬα καὶ γιˬέ μου Ἤπ. - Εὐκήσου με, μαννούλα μου, τώρα ’ς τὸ bαdρεμό μου. - Ἡ εὐκή μου, γιˬέ μου, μετὰ σὲ κ’ ἡ Παναγιˬὰ κοdά σου (εἰς κόρην ὑπανδρευομένην) Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/