βάλτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάλτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βάλτος ὁ, σύνηθ. βάλτους βόρ. ἰδιώμ. βάρτος Ζάκ. Κεφαλλ κ.ἀ. βάλτα ἡ, Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Σέλιν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. bάλτα Ἤπ. (Ζαγόρ.) βάλτο τό, Ἄθ. Κρήτ. κ.ἀ. βάλτου Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) βλάτος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. βάλτον. ᾿Ιδ IBekker Anecd. Graec. 1096 ὑποσημ. Ἡ λ. πιθανῶς ἐκ τοῦ ὰρχ. Σλαβ. balto. Πβ. Miklosich Slav. Elem. 539 GMeyer Neugr. Stud. 2,64. “O Κορ Ἄτ. 2,77 καὶ Ὁμ. Β 98 ἐτυμολογεῖ ἐκ Δωρ. ἄλτος παρὰ τὸ Ἀττ. ἄλσος (πβ. Ἄλτις). Καὶ ὁ τύπος βάλτα μεσν. Πβ. Λέοντ. Τακτ. 11,3 «ἐκλέγου χωρία χρήσιμα μὴ ὑλώδη, ἤγουν ὕλας καὶ πηλὰ καὶ βάλτας ἔχοντα».
Σημασιολογία
1) Τόπος τελματώδης, ἕλος, τέναγος ἢ τόπος περιέχων ὕδατα ἐκ βροχῆς, πλημμυρῶν κττ. σύνηθ.: Παροιμ. Ὅπο͜ιος πάει ᾿ς τὸ βάλτο νὰ κυνηγήσῃ θὰ λερωθῇ (ὅτι ὁ κοινωνὸς ἔργων φαύλων καὶ ὁ συμπράττων μετὰ κακῶν ἀνθρώπων θὰ δυσφημηθῇ ἢ ὅτι τίποτε δὲν ἐπιτυγχάνεται ἄνευ ἀναλόγων θυσιῶν) Πελοπν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Βάλτος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάμ. Ξυλόκ. Πάτρ.) Βάλτους Θεσσ. (Ἀλμυρ. Μηλ.) Στερελλ. (Παρνασσ. Τριχων. Φθιῶτ.) Βλάτος Κρήτ. Βάρτος Κρήτ. Βάλτα Κεφαλλ. Μακεδ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Βάλτες Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Ὀλυμπ.) Βάλτα τά, Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Κακὴ Βάλτα Στερελλ. (Ἀμπρακ.) 2) Φυτὸν καλαμοειδὲς (ὡς εἰς βάλτους φυόμενον) Θεσσ. (Ἀλμυρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA