γιˬόστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬόστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬόστρα ἡ, Κέρκ -Π. Βλαστ., Ἀργώ, 43 καὶ 337-Λεξ. Πρω. Δημητρ. γκιˬόστρα Ζάκ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. gιˬόστρα ᾿Ιθάκ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. giostra=ἔφιππος μονομαχία. Ἡ λ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Β 2416 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «Τότες ἡ σάλπιγγα ζιμιˬὸ πολλὴ βαβούρα δίδει, | σημάδι πὼς ἐσκόλασε της γκιˬόστρας τὸ παιγνίδι». Ὁ τύπ. γιˬόστρα καὶ εἰς Γ. Χορτάτζ., Ἐρωφίλ., Πρᾶξ. Α, στ. 313-314 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «Δὲν εἶν’ πρεπὸ μοῦ φαίνεται καὶ τώρα νὰ θελησω | νἄμπω στὴ γιόστρα, θέλημα δίχως νὰ σοῦ ζητήσω».
Σημασιολογία
1) Ἀγὼν μεταξὺ δύο ἱππέων φερόντων πανοπλίαν καὶ προσπαθούντων νὰ καταρρίψουν ὁ εἷς τὸν ἕτερον ἀπὸ τοῦ ἵππου ἀπωθοῦντες διὰ δοράτων ἄνευ αἰχμῆς Π. Βλαστ ἔνθ’ ἀν., 43 -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ποίημ. Οἱ καστελλᾶνοι οἱ ἁψόθυμοι τί γίνηκαν καὶ ποῦ εἶναι οἱ φράγκες ρηγοποῦλες σου κ’ οἱ γιˬόστρες τῆς κουγκέστας; (κουγκέστα=κατάκτησις) Π. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. κονταροχτύπημα. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. βλ. Ἐρωτοκρ καὶ Ἐρωφίλ. ἔνθ’ ἀν. β) Κατὰ πληθ., ἀκκισμοὶ νεάνιδος Ἰθάκ.: Τὰ θέλει κ’ ἐκείνη, γιˬατὶ τοῦ κάνει ἕνα σωρὸ gιˬόστρες. 2) Ἀγὼν ἱπποδρομίας κατὰ τὰς ἑορτὰς τῶν Ἀπόκρεω Ζάκ. Κέρκ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬόστρος Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA