βάλτωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάλτωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάλτωμα τό, ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 131 βάλτουμα Μακεδ. (Βλάστ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βαλτώνω.

Σημασιολογία

1) Μέρος ἑλῶδες, τεναγῶδες ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Σῦρε φέρ᾽ τὰ πρόβατα | μέσ᾽ ἀπ᾿ τὰ βαλτώματα. 2) Βύθισμα Μακεδ. (Βλάστ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/