βαλτώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλτώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαλτώνω πολλαχ. βαλτώνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Μέσ. βαλτώνουμ’ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάλτος
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Μεταβάλλομαι εἰς βάλτον ἕνεκα βροχῆς ἢ συρροῆς ὑδάτων πολλαχ.: Βάλτωσε ὁ τόπος-τὸ χωράφι κττ. Καὶ μεταβ. μεταβάλλω εἰς βάλτον Λεξ. Πρω.: Οἱ πλημμύρες βάλτωσαν τὸ χωράφι. β) Καθίσταμαι ὕδατοβριθὴς καὶ ὑποχωρῶ εὐκόλως εἰς τὴν πίεσιν Μακεδ. (Καστορ.): Ἠέβριξι κὶ βαλτών’ τοὺ πιρ’βόλ’. 2) Βυθίζομαι εἰς βάλτον πολλαχ. β) Βυθίζομαι, ἐμπίπτω εἰς βόρβορον ἢ λάσπην Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Λῆμν. Μακεδ. (Βλάστ. Καταφύγ. Κοζ.) Σάμ κ.ἀ.: Βάλτουσι τοὺ βόδ’ κι᾽ δὲ μπόρε͜ιε νὰ βγῇ Σουφλ. ’Στὴν πόρτα βάλτουσα κι᾽ λιρώθ’κα χουρὶς φανάρ’ Κοζ. γ) Γενικῶς βυθίζομαι κἄπου Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν.) Πελοπν. Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,174 καὶ 3,228: Ἰβάλτουσα σὶ μνιˬὰ λάσπ’ Ἤπ. Βαλτώσαμι ὣς τὰ γόνατα μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ λάσπ’ Σουφλ. Βάλτουσι ᾿ς τοὺ χιˬό' Σισάν. Βαλτών’ τοὺ πιρούν' ᾿ς τἠν πίττα Ἀράχ. Βάλτουσι τοὺ δόντι μ’ (ἐνν. εἰς τὴν τροφὴν) Σάμ. || Φρ. Βάλτωσε 'ς τὸ χρέος (ἐπὶ τοῦ καταχρέου) Πελοπν. Βάλτουσι ὁ δεῖνα (ἐπὶ ἐσωγάμβρου λαβόντος πλουσίαν νύμφην) Ζαγορ. Οὑ δεῖνα εἶνι βαλτουμένους ᾽ς τοὺν παρᾶ (ἐπὶ πλουσίου) Καταφύγ. || Ποιήμ. Στὸ χιˬόνι ἐβάλτωνε τὸ παλληκάρι, τὴ γλῶσσα τὄφρυγε δίψα σκληρὴ (τὄφρυγε=τοῦ ἔφρυγε) ΑΒαλαωρ. 2,174 ... Τ᾽ ἄλογό σου κουφάριˬα νἀ ποδοπατῇ, ᾿ς τὸ αἷμα νὰ βαλτώνῃ αὐτόθ. 3,228. Β) Μεταφ. 1) Περιέρχομαι εἰς ἀδιέξοδον Ἤπ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.: Βάλτουσα κι᾿ δὲν ξέρου τί νὰ κάμου Ἤπ. Βάλτωσε ἡ δουλε͜ιὰ Λεξ. Δημητρ. 2) Μέσ. ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου, ἀποδύομαι εἰς προσπάθειαν Ἴμβρ.: Βαλτώθ’κα νὰ φουρτώσου τὰ ζά, ἀμ’ δὲ dοὺ κατάφιρα. Μὴ βαλτώνισι γιὰ δ᾿λε͜ιὰ π᾿ δὲν εἶνι γιˬὰ τὰ χέρια σ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA