γόμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γόμος ὁ, Βιθυν. (Κίος) Θήρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. κ.ἀ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Πελοπν. (Μανιάκ. Μάν. Μεσσην.) Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ. Πάνορμ.) Σύμ. Χίος - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.) γόμο Τσακων. (Χαβουτσ.) γόμους Ἴμβρ. Λέσβ. (Πολυχνῖτ.) Μακεδ. (Πεντάπολ. Σέρρ. κ.ἀ.) γόμος τό, Θήρ. Πόντ. (Οἰν.) - Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. κόσμ., 55.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γόμος.

Σημασιολογία

1) Φορτίον, δέμα Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. Μπριγκ.: ᾎσμ. Ἡ μάννα νιˬὸν ἐστόλιζε νὰ πά ᾽νὰ μεταλάβῃ,γόμους τοῦ ᾽άλ-λει τὰ λινά, γόμους τὰ βελουένα καὶ γόμους τὰ μεταξωτὰ καὶ τὰ καμπουχαένα (γόμους τοῦ ᾽άλλει = τὸν φορτώνει) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Δημ., 32.4 «τὸν γόμον οἰκεῖον ἔχειν αὐτὸν τῆς νεώς». β) Ἡ φόρτωσις Πόντ. (Οἰν.): Ἐδῆβε ᾽ς σὸ γόμος (μετέβη πρὸς φόρτωσιν). 2) Ὕλη διὰ τῆς ὁποίας πληροῦνται τὰ στρώματα κ.τ.τ., ἤτοι ἔρια, βάμβαξ, πτίλα κ.τ.τ. Βιθυν. (Κίος) Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Σέρρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μεσσην.) Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ. Πάνορμ.) Σύμ. Χίος - Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Μπριγκ. Περίδ. Βυζ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ὁ γόμος μου μένα εἶναι καλὸς Σαρεκκλ. Δὲν ἔχει γόμο αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἀχμέτ, Ὀνειροκρ., 198,20 «καὶ ὁ γόμος αὐτῶν ἔριον». β) Λεπτοκομμένον κρέας ἢ ἐντόσθια μετὰ ἢ ἄνευ ὀρύζης καὶ καρυκευμάτων, διὰ τῶν ὁποίων παραγεμίζονται ὡρισμένα φαγητὰ σύνηθ.: Γόμος γιˬὰ τὸ γάλλο Βιθυν. (Κύζ.) Ὁ μάγειρας ἔκοψ᾽ ἕνα κομμάτ᾽ ἀπὸ τὴν πίττα, γιˬὰ νὰ γευτῇ, κ᾽ ἦταν ὁ γόμος τσ᾽ οὕλο φλωρὶ (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. Ἄρχισε... ἀνακατεύοντάς τες μὲ τὴν κανέλα, τὰ σπασμένα γαρίφαλα καὶ τὴ ζάχαρη, νὰ φκε͜ιάσῃ τὸ γόμος τῆς πίττας Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γέμιση 1, γέμισμα 1β, γέμος 2, γέμωση 1. γ) Τὰ ᾠὰ τῶν ἰχθύων Σύμ.: Ἐβοράσαμε ψάριˬα κ᾽ ἦτο γεμᾶτα γόμο 3) Γόμωσις ὅπλου ἢ πυροβόλου Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. 5) Πᾶν ἄλλο γέμισμα Λεξ. Ἐλευθερουδ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γέμους Λέσβ. (Ἀγιάσ. Πολιχνῖτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/