γιˬουβαρλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουβαρλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬουβαρλάκι τό, κοιν. γιˬουβαρλά’ βορ. ἰδιώμ. γιˬουβαρελάκι Προπ. (Πάνορμ.) κ.ἀ. γιˬουβαριλά’ ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. γιˬουβαρλάχι Καππ. (Φάρασ.) γιˬουβαρλάχ’ Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. κ.ἀ.) γιˬοβαρλάκι Θρᾴκ. (Μέτρ.) Πάρ. Χίος (Βροντ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βλάστ. 277 γιˬοβρελάτσι Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. gyvarlak=στρογγύλος, σφαῖρα.
Σημασιολογία
1) Συνήθως κατὰ πληθ., εἶδος φαγητοῦ ἀποτελουμένου ἀπὸ μικρὰς στρογγύλας σφαίρας ἐκ κρέατος λεπτοκομμένου (κιμᾶ) μετὰ καρυκευμάτων, αἱ ὁποῖαι βράζονται μὲ βούτυρον ἢ ἔλαιον καὶ ἀβγολέμονον κοιν.: Σήμερα ἔχομε γιˬουβαρλάκια κοιν. Ὁ παραμάγερας τοὺς ἐσύστησε τὰ γιˬουβαρλάκια του Γ. Ξενόπ., Ἀφροδ., 201. β) Εἶδος φαγητοῦ ἀπὸ ἔντερα γεμιστὰ μὲ κιμᾶ Χίος (Βροντ.) 2) Πᾶν μικρὸν ἀντικείμενον σφαιρικοῦ σχήματος Κρήτ. 3) Κυλινδρικὸν ὄργανον ἐκ λίθου, διαστάσεων 0,50 Χ 0,20 μ., διὰ τοῦ ὁποίου στρώνουν καὶ συμπιέζουν τὸ χῶμα δώματος οἰκίας διὰ νὰ στερεοποιηθῆ καὶ καταστῇ ἀδιάβροχον Θρᾴκ. (Μέτρ.) Καππ. (’Ανακ. Μισθ. κ.ἀ.): Μουσκεύαμ’ τὸ χῶμα καὶ τὸ πάταγαμ’ μὲ τὸ γιˬοβαρλάκι Μέτρ. Μὶ dοὺ γιˬουβαρλάχ’ πάτηναμ’ dοὺ χῶμα Μισθ. Κύλαναν τὸ γιˬουβαρλάχ’ σὸ δῶμα ’Ανακ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA