βανίλλιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βανίλλιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βανίλλιˬα ἡ, κοιν. βανίλλη πολλαχ. βανί’ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. vaniglia.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀρωματικὴ καὶ ἀρτυματικὴ οὐσία ἐκ τοῦ καρποῦ τῶν φυτῶν τοῦ γένους τῆς βανίλλης (vanilla) τῆς τάξεως τῶν ὀρχεοειδῶν (orchidaceae) καὶ ἰδίως βανίλλης τῆς ἐπιπεδοφύλλου (vanilla planifolia) τοῦ Μεξικοῦ. β) Γλυκὸ μὲ μαστίχην Χίου καὶ ἄρωμα βανίλλης. 2) Οἱ κοσμητικοὶ θάμνοι τοῦ γένους τοῦ ἡλιοτροπίου (heliotropium) τῆς τάξεως τῶν τραχυφυλλωδῶν (borraginaceae) μὲ ἄνθη ὀσμῆς βανίλλης, ὡς ἡλιοτρόπιον τὸ Περουβιανὸν (heliotropium Peruvianum). [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA