βάννα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάννα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βάννα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Γαλλ. vanne.

Σημασιολογία

Ὑδατοφράκτης ρυθμίζων τὴν ροὴν ὕδατος ὀχετοῦ ἢ ὑδραγωγοῦ σωλῆνος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/