γόμωση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόμωση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γόμωση ἡ, πολλαχ. καἰ Ἀπουλ. Καλαβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. γομόω. Ἡ λ. ἤδη εἰς τούς παπύρους. Βλ. Preisigke, Griech, Papyr. εἰς λ.
Σημασιολογία
1) Ὡς ὅρος εἰδικός, ἡ πλήρωσις ὅπλου ἢ ὑπονόμου διὰ τῆς ἀναγκαιούσης ποσότητος ἐκρηκτικῆς ὕλης ἢ ἡ πλήρωσις συσκευῶν δι᾽ ὑγραερίου ἢ πυροσβεστῆρος διὰ ἀναλόγου πυροσβεστικῆς ὕλης πολλαχ.: Καλὴ-μεγάλη-μικρὴ γόμωση πολλαχ. β) Συνεκδ., ἡ πρὸς ἐφάπαξ γόμωσιν ἀναγκαιοῦσα ποσότης πυρίτιδος Λεξ. Δημητρ. 2) Τὸ μέστωμα τῶν δημητριακῶν καὶ τῶν ὀσπρίων Ἀπουλ. Καλαβρ.: Ἐγόμωση τῶ ρουϊτ-τιω πάει ὥρα͜͜͜ια φέτο (τῶ ρουϊτ-τίω = τῶν ἐρεβίνθων) Ἀπουλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA