ἀσκημοπρόσωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημοπρόσωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκημοπρόσωπος ἐπίθ. πολλαχ. ἀκεμοπρόσωπος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ οὐσ. πρόσωπο.
Σημασιολογία
Ὁ δυσειδὴς τὴν ὄψιν, ὁ δύσμορφον ὄψιν ἔχων ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀρρώστιˬα σας ἤτανε μιˬὰ στρίγκλα ἀσκημοπρόσωπη ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 139 Κ’ ἐκεῖ ποῦ ἀκόμα... ἤμουνα... ὁ ἀκαμάτης, ὁ ἀσκημοπρόσωπος͵ ἀγάληˬα ἀγάληˬα καταλάβαινα πῶς ἤμουν ἄλλος ΚΠαλαμ. Γράμματ. 1, 152 Βαρέα ἀκεμοπρόσωπος ἔν’ ἡ νύφε Ὄφ. Ἀπαδὰ φύγο ἀκεμοπρόσωπε! Κοτύωρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκημομούρης
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA