γονατάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονατάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γονατάκι τό, κοιν. γουνατά᾽ Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστηρ.) Θεσσ. (Ναθράκ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) γονατάτσι Μεγίστ κ.ἀ. γουνατάκιˬας ὁ, Μακεδ. (Βελβ.) – Κορ. Ἀρχ., 55.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνατο καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι. Εἰς τὸν τύπ. γουνατάκιˬας τὸ ς κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς ἄλλα ἐπιρρ., οἷον ἀποταχιˬάς, ὀψαργὰς κ.τ.τ.

Σημασιολογία

1) Τὸ γόνυ μὲ ὑποκορ. καὶ θωπευτ. σημ. κοιν.: Ἐχτύπησε - πονάει τὸ γονατάκι τοῦ παιδιˬοῦ κοιν. Πότε θὰ γνωρίσω αὐτὸ τὸ γονατάκι μου νὰ γένῃ ἀdρήσιˬο! Ἐρεικ. Ἀκούμπησε τὸ ἕνα του χέρι ᾽ς τὸ γονατάκι της Γ. Ψυχάρ., Ἁγν., 172. || Φρ. Γαμῶ σε, διˬάλε, τὸ γόνα σου καὶ τὸ γονατάκι σου! (διˬάλε = διάβολε· ὕβρις) Πελοπν. (Βερεστ.) || ᾎσμ. Ὅντας σὲ γλυκοθυμηθῶ, πάνω ᾽ς τὸν παμπαφίγκο, τρέμουν τὰ γονατάτσα μου καὶ τὴν καρδιˬά μου σφίγγω Μεγίστ. 2) Εἶδος ἀγρίου ἐδωδίμου πόας Ἐρεικ. Κερκ. Παξ. 3) Ὡς ἐπίρρ., γονυκλινῶς Θεσσ. (Ναρθάκ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κέρκ. Μακεδ. (Βελβ.) Παξ.: Κιˬ ἀποὺ ἕνας ἕνας πάιι κουντὰ τ᾽ κ᾽ ἔλιγι τὰ γουνατάκιˬα (= γονυπετῶς) Βελβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/