ἄσκημος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσκημος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσκημος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἄκεμος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄκεμο Καππ. (Ἀραβάν.) ἄσκημους βόρ. ἰδιώμ. ἄκημους Ἴμβρ. ἄσ’μους Εὔβ. Θασ. (Θεολόγ.) Σάμ. κ.ἀ. ἄστσημος ἐνιαχ. ἄστημος Μέγαρ. ἄστσημους Λέσβ. ἄστημους Λεσβ. ἄστζημο Τσακων. ἄστσ’μος Σκῦρ. ἄστσ’μους Λέσβ. (Πάμφιλ.) ἄτσημος Πόντ. (᾿Ινέπ.) ἄτημος Μύκ. Χίος ”Κεραμ.) ἄ-ημος Κύπρ. Χίος (Βίκ. ’Ολύμπ. κ.ἀ.) ἄ-ημο Τσακων. ἄημος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. (Βούρμπιαν.) ἄημο Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄημου Καλαβρ. (Καρδ.) ἄ᾿μους Λέσβ. ἄσ-σημος Εὔβ. (Ἀνδρων. Κονίστρ. Ὀξύλιθ.) Κάλυμν. Χίος (Νένητ.) γιˬάσκημος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄσκημος, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἄσχημος. ᾿Ιδ. Χρον. Μορ Η στ. 1001 «ἄσκημον πρᾶμα κι ἄπρεπον, κατηγορία μεγάλη».

Σημασιολογία

1) Δύσμορφος, δυσειδὴς κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄσκημος ἄνθρωπος. ἄσκημη γυναῖκα. Ἄσκημο παιδὶ κοιν. Ἄκεμο γαρδέλλι (παιδίον) Ὄφ. Ἀκεμέσσα ἔν’ ἡ νύφε αὐτόθ. Ντ’ ἄκεμον θωρέαν ἔσ’! (πόσον ἄσχημον ὄψιν ἔχει!) Τραπ. Ἄκεμον λαλίαν ἴδ᾽ αὐτόθ. || Φρ. Ἀκεμα κρέατα (τὰ αἰδοῖα) Κερασ. || Παροιμ. Ἄσκημέ μου, τί μᾶς λείπει, κιˬ ὄμορφέ μου, τί νὰ φάμε; (ὅτι ὁ ἄσχημος ἀλλ’ εὔπορος σύζυγος εἶναι προτιμότερος τοῦ ὡραίου ἀλλὰ πτωχοῦ) Κεφαλλ. Ἄς ἔν’ τ’ ὀρνίθι ἄτσημο κιˬ ἂς ἔν’ καλογεννούδικο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἰνέπ. Τσῆ ὄμορφης τὸ ριζικό ἡ ἄσκημη κρατεῖ το τσ᾿ ἂν ἀρωτᾷς ποῦ τὸ κρατεῖ, ’ς τὴ φτέρνα ταὶ πατεῖ το (ὅτι αἱ ἄσχημοι γυναῖκες ἔχουν καλυτέραν τύχην ἀπὸ τὰς ὡραίας) Θήρ. (Οἴα) || Γνωμ. Ἄσκημη ’ς τὴν κούνιˬα κιˬ ὄμορφη ᾿ς τὴ ρούγα (οἱ κατὰ τὴν νηπιακὴν ἡλικίαν δύσμορφοι γίνονται πολλάκις, ὅταν μεγαλώσουν, ὡραῖοι) πολλαχ. || ᾎσμ. Σὲ τούτηνιˬὰ τὴ γειτονιˬὰ Χάρως νὰ κατοικήσῃ νὰ πάρῃ ὅλες τσ᾿ ὄμορφες καἰ τσ᾽ ἄσκημες ν’ ἀφήσῃ Κρήτ. Συνών. ἄγαρbος 1β, ἀμούσουδος, ἀνείδεˬος 1, ἄπλανος 2, ἄπλαστος Α 1β, ἀσκημομούρης. β) Πένθιμος, ἐπὶ ἐνδυμάτων Κασ.: Ἀσκημα ροῦχα. 2) Ἀπρεπής, αἰσχρὸς κοιν. καὶ Πόντ. (’Ινέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄσκημος τρόπος. Ἄσκημη κουβέντα. Ἄσκημο φέρσιμο. Ἄσκημα λόγιˬα κοιν. Ἄκεμα δουλείας ἐποίκαν Κερασ. Ἄσκεμον λόγον μη λές Τραπ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Ἰδ ESchwyzar Dialect. graec. exempl. epigr. 74, 4 «μηθὲν ἄσχημον μηδὲ ἄδικον ποιήσειν» β) Ὁ ἀπρεπὴς τὴν ἐμφάνισιν πολλαχ. ᾿Απὸ τὴν ἀλουσία σου εἶσαι ἄσκημος Πελοπν. (Μάν.) 3) Ὁ οὐδενὸς ἄξιος, ἀνίκανος, ἀνάξιος Πόντ. (Κερασ.): Ἐδέκαν ἀτον τρεῖς ἄσκεμους ζαπτιᾶδες (χωροφύλακας. ἐκ διηγ.) 4) Κακός, δυσάρεστος κοιν. καὶ ᾿Απουλ. Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.): Ἄσκημος καιρὸς-χρόνος. Ἄσκημη ἀρρώστια-εἴδησι-ὥρα. Ἄσκημα νέα κοιν. Ἄσκημα τὰ γερατε͜ιὰ Σίφν. Ἄκεμον έριν (τὸ ἀριστερὸν. ᾿Αντίθ. καλὸ χέρι τὸ δεξιὸν) αὐτόθ. Ἄσκεμον πρᾶμαν ἔν’ ἡ ἀνεετία (ἀνέχεια) Χαλδ. ‖ Φρ. Ἄσκημη δουλε͜ιὰ (λίαν δυσάρεστος) κοιν. Εἶναι σὲ ἄσκημα νερὰ ἢ χάλιˬα (εἰς δυσχερῆ καὶ ἐπικίνδυνον θέσιν ἤ δυσάρεστον κατάστασιν) Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) Τὸ πρᾶμα τ᾿ ἄημο (ὁ διάβολος) Ἀπουλ. ᾿Αρρώσκια ἄ-ημη (σεληνιασμὸς) Κύπρ. 5) Ὁ κακῆς ποιότητος ὢν πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Ἄκημο κρασὶ πολλαχ. Τ’ ἄκεμον τὸ βούτερον Πόντ. Ἄκεμον χωράφιν Κερασ. || Φρ. Ἄσκημα δαμάσκηνα καὶ πρικε͜ιὲς ἐλα͜ιὲς (ἀπάντησις εἰς τὴν ἐρώτησιν τί χαμπάριˬα) Τῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/