ἀσκημόσκυλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημόσκυλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκημόσκυλλο τό, ΠΝιρβάν. Λόγοι καὶ ἀντίλογ 5.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ οὐσ. σκυλλί.

Σημασιολογία

Δυσειδής, δύσμορφος κύων: Ἔγινε ἕνα ἀσκημόσκυλλο ποῦ μᾶς τρώει ἄδικα τὸ ψωμί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/