γονατίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονατίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γονατίτσα ἡ, ἐνιαχ. γουνατίτσα Μακεδ. (Ἐπανωμ. Λαγκαδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γονατίζω.

Σημασιολογία

Ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἔνθ᾽ ἀν.: Κὶ τοὺ καλουκαίρ᾽, νὰ σὲ πῶ, δὲ βγαίνουν συχνὰ ἀποὺ τοὺ σπίτ᾽. Νὰ τώρα, καλὴ ὥρα, ἔχου νὰ βγῶ ὄξου ἀποὺ τ᾽ Γουνατίτσα Ἐπανωμ. Συνών. βλ. εἰς λ. γονατιστός 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/