βάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βάνω, βαίνω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ. Λίμν.) Ἤπ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Δημητσάν. Κιάτ. Λιγουρ κ.ἀ.) Ὕδρ. -ΜΛελέκ Ἐπιδόρπ. 38 καὶ 240 βαίνου Β. Εὔβ. Θεσσ. Στερελλ. (Ἀράχ.) Τσακων. κ.ἀ. βάνω κοιν. βάνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Σκῦρ. Τσακων. Ἀόρ. ἔβανα σύνηθ. ἤβανα πολλαχ. Προστ. β΄ πληθ. βάντε πολλαχ. Μεσ. ἀόρ. βῆκα Ἤπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βάνω. Πβ. Πρόδρομ. 4,271 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «καὶ βάνω τὸ χερίτσιν μου, συντρίβω καὶ τσακίζω, (ἐβγάνω το ὁλοκόκκινον, νά ᾿πες βαφέαν ὁμοιάζω». Τοῦτο προῆλθεν ἐκ τοῦ ἀρχ. βαίνω κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ βάλλω, πρὸς ὃ ἐταυτίσθη σημασιολογικῶς. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 232 κἑξ. Ὡς ἀόρ. τοῦ ρ. πλὴν τοῦ ἔβανα καὶ ἤβανα χρησιμοποιεῖται πολλάκις καὶ τὸ ἔβαλα, περὶ οὗ ἰδ. βάλλω.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Ἔρχομαι, μόνον κατ᾿ ἀόρ. βῆκα Ἤπ.: Βῆκε κἀνένας σήμερα ἀπὸ τὸ χωριό; -Ἄκουσα ποῦ βήκανε, μὰ πο͜ιὸς καὶ πο͜ιὸς ἦταν δὲν ξέρω. 2) Φέρω τινὰ Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.): Φρ. Ἡ ὥρα τὸνε βάνει (πλησιάζει νὰ ἔλθῃ) Κρήτ. 3) Καταρρίπτω ἐν πάλῃ Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) Μύκ. κ.ἀ.: Τὸν βάνω Μύκ. Τοὺν βάνου Βελβ. Βλάστ. 4) Ρίπτω Κεφαλλ.: Φρ. Βάνω τοὶς πετρεˬὲς (πετροβολῶ). 5) Βάλλω τι που, τοποθετῶ κοιν.: Βάνω κάθε πρᾶμα ’ς τὴ θέσι του. Βάνω τὸ φαεῖ ᾽ς τὸ τραπέζι κοιν. Βαίνει μπροστὰ μιˬὰ μεγάλη πέτρα (ἐκ διηγ.) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Βαίνω τὴ σκαμιgιˬὰ’ς τὴ 'λεκάτη Μέγαρ. || Φρ. Βάνω κρασὶ (ἐναποθηκεύω γλεῦκος πρὸς οἰνοποιίαν) κοιν. Βαίνω σταυρὸ τὰ χέριˬα (τὰ σταυρώνω) Πελοπν. Βαίνω ᾿ς τοὶς μοῖρες τὸ παιδὶ (ἑτοιμάζω τὸ παιδὶ τὴν τρίτην νύκτα τῆς γεννήσεώς του καὶ εὐπρεπίζω τὴν οἰκίαν διὰ νὰ ἔλθουν αἱ μοῖραι καὶ ὁρίσουν τὴν τύχην του) Αἴγιν. Βαίνω νὰ μάθω τὸ ριζικό μου ἢ βαίνω τὰ ριζικά μου (φρ. κληρομαντείας ἢ τοῦ κλήδονα) αὐτόθ. Τοῦ τὰ βαίνω τὰ γυˬαλιˬὰ (εἶμαι καλύτερός του) ΜΛελέκ Ἐπιδόρπ. 240. Βάνω κρέας (γίνομαι εὐτραφής, σαρκοῦμαι) Κίμωλ. Βάνω λάδι (πληροῦμαι ἐλαίου, ἐπὶ τοῦ καρποῦ τῆς ἐλαίας) αὐτόθ. Βάνω ᾿ς τὸ νοῦ μου (ἀποφασίζω) Κρήτ. Τοῦ βάνω ψωμὶ (τοῦ στρώνω τραπέζι) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν.) Βάνω τοῦ δεῖνα ψωμὶ (τοῦ βάλλω εἰς τὴν πήραν) Κρήτ. Βάνω τὴ στράτα ἐμπρός μου (ἐκκινῶ) αὐτόθ. Βάνω πόδα (ὑποσκελίζω) αὐτόθ. Βάνω τὰ βούγιˬα ᾽ς τ᾿ ἀλώνι (ἀρχίζω ν᾽ ἁλωνίζω) αὐτόθ. Βάνω τὰ πόδιˬα μου ᾽ς τὸν ὦμο (τρέχω ἀστραπιαίως) Ζάκ. Βάνω τὰ πόδιˬα ’ς τ᾿ ἀφτιˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἀθῆν. Πελοπν. (Μάν.) Βάνω κρασὶ (ἀνοίγω βαρέλλι πρὸς πώλησιν) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Βάνω θεμέλιˬα (θέτω βάσεις καλὰς πρὸς εὐδοκίμησιν) αὐτόθ. Βάνω τὰ νύχιˬα μου ᾽ς τ’ άλάτι (θυσιάζομαι πρὸς χάριν τινὸς) Πελοπν. (κάμπος Λακων.) Βάνω καρτέρι (καιροφυλακτῶ, ἐπὶ κυνηγίου) Ἤπ. Βάνω ζευγάρι (λαμβάνω ἀντὶ ἡμερομισθίου ἄροτρον πρὸς ὄργωσιν τοῦ ἀγροῦ μου) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Βάνου ζιβγάρ’ (ἀποστέλλω εἰς τὸν ἀγρὸν ζεῦγος ἀροτριώντων βοῶν) Στερελλ. (Λεπεν.) Βάνω προμήθε͜ια (προνοῶ) Τῆν. Βάνω ἀπάνω (ἀρχίζω ἢ διεγείρω, ἐξωθῶ) Κεφαλλ. Βάνω ᾿ς τὴν πλάτη τὴ δουλε͜ιὰ (προσπαθῶ μετ' ἀγωνίας) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Βάνω τὸν ἀργαλε͜ιὸ (ταξινομῶ τὸν στήμονα ἐπὶ τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ) αὐτόθ. Βάνω ἀργαστήρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἰων. (Κρήν.) Βάνω τὸ ἕνα μ᾽ (κινῶ πάντα λίθον πρὸς ἐπιτυχίαν) Ἤπ. Βάνω κρασὶ τ᾽ ἀμπέλι (χρησιμοποιῶ πρὸς οἰνοποιίαν τὰς σταφυλὰς τοῦ ἀμπελῶνος) Κρήν. Βάνω πόδι (ἐν παιδιᾷ καθ᾿ ἣν πρὸς ἐκλογὴν συντρόφων οἰ ἀρχηγοὶ τῶν δύο ὁμάδων προχωροῦν ἀπὸ ὡρισμένης ἀποστάσεως πρὸς συνάντησιν ἀλλήλων θέτοντες πρῶτον τὸν ἀριστερὸν πόδα καὶ κατόπιν τὸν δεξιὸν καὶ λέγοντες βάνω, βάνεις καὶ οὕτω καθεξῆς, ὅστις δὲ πρῶτος πατήσῃ τὸν ἄλλον δικαιοῦται νὰ λάβῃ σύντροφον ὅποιον θέλει) Πελοπν. (Τρίπ.) Βάνω μπαστούνι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μαντίν.) Βάνω βίγλα (ἀρχίζω νὰ ὡριμάζω, ἐπὶ τῶν σταφυλῶν) Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) Βάνου κουκού’ (καταγίνομαι εἰς τὴν σηροτροφίαν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βάνου χέρ’ (ἀναμειγνύομαι) Σαμοθρ. Τόν βάνω ᾿ς τὸ κεφάλι μου ἢ ἀπάνου ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μου (τὸν ἐκτιμῶ) Πελοπν. (Αἴγ.) Τὸν βάνω μαντήλι (ἀποδίδω εἴς τινας λόγους ἢ πράξεις, τῶν ὁποίων είναι ἀμέτοχος) Κρήν. Βάνω ’ς τὰ μιτόχτενα (ἐμπλέκω εἰς παγῖδα, ἀπατῶ, ζημιώνω) Κρήτ. Τοὺν βάνου ᾽ς τοὺ στόμα (τὸν κακολογῶ) Μακεδ. (Βλάστ.) Τὸ βάνω ᾽ς τὸ πιˬοτὸ (ἀρχίζω νὰ πίνω) Ἤπ. κ.ἀ. Τοὺ βάνω χερ’κὸ (ἀρχίζω νὰ ὑβρίζω) Πάρ. (Λεῦκ.) Δὲν τοὺ βάνου (δὲν τὸ παραδέχομαι) Μακεδ. (Σισάν.) Τοῦ βάνω χέρι 'ς τὴν ἐξυπνάδα (τὸν ὑπερτερῶ)) ΓΞενοπ. Θέατρ. 3,117. Χρέη τὸνε βάνουμε (θὰ τοῦ χρεωστοῦμε) Πελοπν. (Μάν.) Τὸ βάνω ’ς τὸ φτυˬάρι (μετὰ τὴν διὰ δικράνου λίκμησιν τοῦ σίτου ἀρχίζω τὴν διὰ πτυαρίου) Κύθηρ. Βάν᾿ οὑ κιρὸς (βρέχει) Μακεδ. (Πάγγ.) Βάνει ἀέρα (ὡς ὑποκείμενον ἐνν. ὁ καιρός, ἤτοι ἀρχίζει νὰ φυσᾷ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Βάνουν ἀέρα οἱ στερεˬὲς (πνέει ἀπόγειος ἄνεμος) αὐτόθ. Βάν' ὁ νοῦς (ἀναπολεῖ) Ἤπ. Ἤβανα βουλὴ (ἀπεφάσισα) Κρήτ. || Παροιμ. Πᾶρε καὶ μὴ βάνῃς, | εὔκολα τὸν πάτο πιˬάνεις (ἐπὶ τοῦ ἀσώτου) Ἤπ. Ὅπο͜ιος βγάνει καὶ δὲ βάνει | γρήγορα τὸν πάτο πιˬάνει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ζάκ. || ᾎσμ. Βαίνουν ’ς τὴν ἄκρη σίδερο, ’ς τὴ μέση τὸ μολύβι κιˬ ἀπάν’ ἀπάνω bάλσαμο γιˬὰ τὴνε ᾿λαφροσύνη Πελοπν. Ὅντας βαίνῃς τ’ ἄσπρο φέσι μὲ τὴ φούντα τὴ χρυσῆ, τρέμ' ὁ οὐρανὸς νὰ πέσῃ μ’ ὅλα τ' ἄστρα του μαζὶ Ἤπ. Βαίνει τὰ δάση πίσω τση καὶ τὰ βουνὰ ἑbρός τση Κρήτ. Νύχτα σελλώνει τ᾿ ἄλογο, νύχτα τὸ καλιγώνει, βαίν’ ἀσημένιˬα πέταλα, καρφιˬὰ μαλαματένιˬα ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 38. Στήνουν φιτί, βαίνουν φιτὶ μὲ φόβο μὲ τρομάρα (φιτὶ=ἀφτὶ) Αἴγιν. Ὅντας σὲ συλλογίζεται κιˬ ὅντας σὲ βάν’ ὁ νοῦς της, στυλώνονται τὰ μάτιˬα της, δὲν εἶν’ ’ς τὰ λογικά της Ἤπ. Ἄχ, ὁdὲν ἤβανα βουλὴ ἐσένα ν’ ἀγαπήσω, ἤπρεπε ν᾿ ἅψω μιὰ φωθιˬὰ κι ἀπάνω νὰ καθίσω Κρήτ. Διὰ φράσεις συνήθεις μετὰ τοῦ βάνω, οἷον βάνω μαζί, βάνω ᾿ς τὸ στόμα, βάνω τὸ χέρι ’ς τὸ βαγγέλιˬο- ᾽ς τὴν καρδιά, βάνω στεφάνι - ὑπογραφὴ - βούλλα - μαχαίρι - ψαλίδι - τραπέζι - φαεῖ- χέρι - θεμέλιˬο - ἀφτὶ - ροῦχο - πόδι - σημάδι κττ. βάνω κάτω τ’ ἀφτιˬὰ - τὴν οὐρὰ - τ’ ἄρματα, βάνω ’ς τὰ σίδερα - ’ς τὴ φυλακὴ - μέσα-'ς τὰ στενὰ κτλ. ἰδ. εἰς τὸ βάζω (ΙΙ) 2, ἔνθα τοῦτο δύναται ν᾽ ἀντικατασταθῇ ὑπὸ τοῦ βάνω. Συνών. ἀφίνω 2. β) Ἐμβάλλω σύνηθ.: Βάνω ᾿ς τὸ φαεῖ άλάτι - βούτυρο- νερὸ κττ. σύνηθ. || Φρ. Σὲ ξένο κρασὶ νερὸ μὴ βάνῃς (μὴν ἀναμειγνύεσαι εἰς ἀλλοτρίας ὑποθέσεις) Ἤπ. γ) Κερνῶ σύνηθ.: Τοῦ ᾽βανα ἕνα κατοσταράκι κ᾿ ἦρθε ᾿ς τὸ κέφι. δ) Διοχετεύω, παροχετεύω σύνηθ.: Βάνω τὸ νερό. ε) Φορῶ Κεφαλλ. Πελοπν. (Δημητσάν.): Φρ. Τί βαίνεις, τί φορεῖς, αὔριο φαίνεται (ταχέως δὰ διασαφηνισθοῦν τὰ ἀσαφῆ) Δημητσάν. ς) Ἐγκαθιστῶ σύνηθ.: Μᾶς βάνουν ’ς τὸ δρόμο μας ἠλεκτρικά. ζ) Εἰσάγω σύνηθ.: Βάνω τὸ χέρι ’ς τὸν κόρφο -’ς τὴν τρῦπα κττ. Βάνω ’ς τὸν φοῦρνο τὰ σῦκα νὰ φουρνιστοῦν. || Φρ. Τὸν βάνω ᾿ς τὸ σπίτι μου (τὸν δέχομαι) σύνηθ. Βάνω ψωμιὰ (βάλλω ἄρτους εἰς τὸν κλίβανον) Κύθν. Σκῦρ. || Αἴνιγμ. Τὸ βάνω μαραμμένο | καὶ τὸ βγάνω κορδωμένο (τὸ ψωμὶ) Πελοπν. (Παππούλ.) η) Χωρῶ σύνηθ.: Τὸ πιθάρι βάνει τόσες ὀκάδες πολλαχ. Τὸ κρεββάτι βάνει καὶ τσοὶ δυὸ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Φρ. Νὰ σοῦ δείξω ᾿γὼ πόσ᾽ ἀπίδια βάνει ό σάκκος! (ἀπειλὴ πρὸς πονηρὸν) σύνηθ. Δὲ μὲ βάνει τὸ σπίτι Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Νά ’ταν ὁ οὐρανὸς χαρτὶ κ᾽ ἡ θάλασσα μελάνι νὰ σοῦ ᾽γραφα πεισματικὰ καὶ πάλι δὲ dὰ βάνει Κρήτ. Τὰ σπίθια δὲ τζοὶ βάνανε, 'ς τὰ δώματα ἐβγῆκα αὐτόθ. Συνών. παίρνω θ) Εἰσάγω, τοποθετῶ πρὸς ἐργασίαν σύνηθ.: Βάνει τὸ γιό του ’ς ἕνα ἐμπορικό. 6) Κλίνω σύνηθ.: Φρ. Βάνω κάτω τὸ κεφάλι (αἰσθάνομαι ἐντροπὴν ἢ ὑποκύπτω). 7) Φυτεύω σύνηθ.: Βάνω κουκκιὰ-κρεμμύδια-πατάτες-σκόρδα-φασόλια κττ. σύνηθ. Βάνω ξεμασκαλούδια (κλαδιὰ ἐλαίας) Πελοπν. (Παππούλ.) Βάνω ἀμπέλι ΙΙελοπν. (Βούρβουρ. Μεσσ.) Βάνω φύτεμα Πελοπν. (Μεσσ.) β) Σπείρω Κύθν. Πελοπν. (Βέρβ. Βούρβουρ.): Τὸ χωράφι τὸ βάνω κριθάρι. 8) Προτρέπω ἢ ἀναγκάζω τινὰ σύνηθ.: Τὸν βάνουν νὰ δουλεύῃ ὅλη μέρα καὶ δὲν τοῦ δίνουν τίποτα σύνηθ. || Φρ. Τὸν βάνει (ἐνν. ὁ διάβολος, ἐπὶ πονηρᾶς ἐνεργείας) Ἤπ. β) Ὁρίζω ἢ μισθώνω τινὰ πρὸς ἐργασίαν σύνηθ.: Φρ. Ὅπο͜ιος ἔχει ἀμπέλιˬα ἂς βάνῃ ἀργάτες (ὅστις ἔχει ἀνάγκην ἄς͵ φροντίζῃ) πολλαχ. || ᾎσμ. Βαίνουν τελάλη ᾿ς τὸ χωριˬό, ᾽ς ὅλα τὰ βιλαέτιˬα Πελοπν. (Λιγουρ.) Βάνου τὰ δέντρα μαρτυριˬὰ κὶ τὰ βουνὰ κριτᾶδις Στερελλ (Αἰτωλ.) Βάνει καὶ σκίζει τὰ βουνά, τὰ δέντρα ξερριζώνει (ἐνν. ἐργάτην) αὐτόθ. γ) Ὁρίζω, καθορίζω σύνηθ.: Μᾶς ἔβανε ὁ δάσκαλος πολὺ μάθημα καὶ δὲ μπόρεσα νὰ τὸ μάθω. δ) Διορίζω εἰς ὑπηρεσίαν σύνηθ.: Βάνω δάσκαλο σύνηθ. || Παροιμ. Ἡ χώρα βάνει τὸν παππᾶ κ᾿ ἡ χώρα τὸνε βγάνει (ἡ κοινότης ἐν τῷ συνόλῳ της ἀποφασίζει τὰ καθέκαστα) Ἤπ. 9) Κάμνω Κρήτ.: ᾎσμ. Τὴ bλάκα βάνω πεθερά, τὴ μαύρη γῆ γυναῖκα, τὰ χοχλακάκιˬα τοῦ γιˬαλοῦ θαν’ ἔχω γιˬὰ γυναῖκα. 10) Ἐγχειρῶ τι σύνηθ.: Βάνω πλύσι-μπουγάδα. β) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀρχίζω Κέρκ. Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ. Τρίκκ.) κ.ἀ. -ΔΣολωμ. 45: Βάνω θέρο Συκεˬὰ Τρίκκ. Τόμου ἀποθερίσουμε, βανόμαστε καὶ δένουμε χερόβολα Κέρκ. Βάνεται, τὲς τραγουδάει ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. 11) Ἐγκαταριθμῶ, συμπεριλαμβάνω σύνηθ.: Φρ. Μὴ τὸν βάνῃς αὐτὸν (εἶναι ἀνώτερος ἢ κατώτερος συγκρίσεως). Μὴ βάνεσαι μὲ τοὺς ἄλλους (εἶσαι κατώτερος τῶν ἄλλων) σύνηθ. Δὲ dὸ βάνω μὲ τίοτα (εἷναι ὑπέρτερον ὅλων) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Βάνει κ᾿ ἡ κοσκινοῦ τὸν ἄντρα της μὲ τοὺς πραματευτάδες (ἐπὶ τοῦ μωρῶς ἐξαίροντος τὴν ταπεινὴν κοινωνικήν του θέσιν) σύνηθ. Βάνομε καὶ τὴ φακῆ μαγείρεμα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. 12) Προσθέτω σύνηθ.: Ἔβανε ᾿ς τὸ λογαριˬασμὸ δέκα δραχμὲς παραπάνω σύνηθ. || Φρ. Βάνω ἀπάνω (πλειοδοτῶ) πολλαχ. Ἡ φουρτούνα βάν’ ἀπάν’ (αὐξάνει) Θρᾴκ. (Αἶν.) 13) Δίδω ὄνομα, ὀνοματοθετῶ σύνηθ.: Πῶς τὸ ἔβαναν τὸ παιδί; -Τὸ ἔβαναν Γιˬάννη. 14) Διατιμῶ σύνηθ.: Τὰ βάνουν ἀκριβὰ τὰ μῆλα-τὰ σταφύλια κττ. Τὴν βάνανε πολὺ ἀκριβὴ τὴ ζάχαρι. 15) Ἐκφωνῶ σύνηθ.: Βάνω λόγο. || Φρ. Βάνω εὐλογητὸ (περὶ τῆς σημ. ἰδ. βάζω ΙΙ 9). Ἔβανε τὰ γέλιˬα (ἐγέλασεν ἠχηρῶς) σύνηθ. Λόγο βάνεις; (δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνῃ λόγος δι᾽ αὐτὸ) Κύθν. 16) Σκέπτομαι, διαλογίζομαι Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δὲ βάνου θάνατου. 17) Ἀπροσ. ἐπιτρέπεται Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τοῦ Βαϊφόρου βάνει ψάρι, κρεˬὰς ὅμως δὲ βάνει. Τοῦ Σταυροῦ εἶναι καὶ δὲ βάνει λάδι. Β) Μέσ. 1) Ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου διὰ νὰ κατορθώσω τι, ἐπιδίδομαι ὅλος εἴς τι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) κ.ἀ. -ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 145: Βάνομαι ᾽ς τὴ δουλε͜ιὰ Σουδεν. Μὴν πάρα βάνεσαι, γιˬατὶ θ᾽ ἀρρωστήσῃς Καλάβρυτ. Βάνεσαι καὶ μὲ σκάζεις, ὅλο μὲ τὰ παρανόμιˬα, μωρέ, ὅλο μὲ τὰ πειράγματα ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἐπιχειρῶ Κεφαλλ.: Βάνοdαι νὰ κυβερνοῦνε. Πβ. βάζω, βάλλω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA