γονὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γονὴ ἡ, Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ. Οἰν. κ.ἀ.) - Μ. Καραγάτσ., Ν. Ἑστ. 19 (1936), 18 κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Βλαστ. 435 Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γουνὴ Θρᾴκ. (Αἷν.) Στερελλ. (Ἀστακ. Κουνουπῖν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) γονιˬὰ Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γονή.

Σημασιολογία

1) Ὁ γόνος, τὸ παραγόμενον γενικῶς, τὸ τέκνον Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ. Οἰν. κ.ἀ.) - Μ. Καραγάτσ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Περίδ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Διˬά᾽λε τὴ γονή σου! (ἀρὰ) Κρήτ. - Λεξ. Δημητρ. Παιδιˬὰ εἶσθε σεῖς ἢ γονὴ φιδιˬοῦ; Λεξ. Πρω. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἡ νέα γονὴ τάραζε τὴν κοιλιˬά της, τὸ πρόσωπό της τσακιζόταν σὲ σπασμὸ ὀδύνης Μ. Καραγάτσ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ὅμηρ. Ω 538 «Οὔ τι | παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων». 2) Ἡ γένεσις, ὁ τοκετὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Γαργαλ. Οἰν.) - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Εὐριπ., Φοίνισσ., 355 «δεινὸν γυναιξὶν αἱ δ᾽ ὠδίνων γοναί». 3) Τὰ ᾠὰ τῶν ἰχθύων Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. β) Τὸ σπέρμα, ὁ σπόρος, ἡ γονικη σπορὰ ζῴων καὶ φυτῶν Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. 4) Ἀπόγονος Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. 5) Γενεὰ Λεξ. Πρω. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Πινδ., Π 4, 143 «τρίταισιν δ᾽ ἐν γοναῖς ἄμμες αὗ κείνων φυτευθέντες». 6) Εἶδος μικροῦ γαύρου, χρησιμοποιουμένου ὡς δόλωμα Στερελλ. (Ἀστακ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/