ἀσκηταρε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκηταρε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκηταρε͜ιὸ τό, ἀσκηταρεῖον Πόντ. (Σάντ. Σταυρ. Τραπ.) ἀσκηταρεῖο Πόντ. (Ζησιν.) ἀκηταρεῖο Πόντ. (Ὄφ.) ἀσκηταρε͜ιὸν Κάρπ. Λυκ. (Λιβὐσσ.) ἀσκηταρε͜ιὸ σύνηθ. ἀκηταρειὸ Ἤπ. ἀσκηταρgε͜ιὸ Χίος (Καρδάμ.) ἀσκηταρεῖος ὁ, Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀκηταρεῖος Πόντ. (Κρώμν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκητὴς καὶ τῆς καταλ. -αρε͜ιό.

Σημασιολογία

Κατοικία ἐρημίτου, ἀσκητήριον ἔνθ’ ἀν: Κάθεται πάντα ’ς τ’ ἀσκηταρε͜ιό του. Δὲ φεύγει ἀπὸ τ’ ἀσκηταρε͜ιό του σύνηθ. || Φρ. Τὸ σπίτι τους εἶναι ἀσκηταρε͜ιὸ (δὲν ἔχουν κοινωνικὰς σχέσεις) Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾌσμ. Ἔρθα νὰ γέν’ ἀσκήτρια σιμὰ ᾿ς τ᾿ ἀσκηταρε͜ιό σου Ἤπ. Μάννα, ’γὼ ἂς δατάχκουμαι, ὅλα ντὸ λέγω ποίσον, ἀτὸ τ’ ἔρημον τὴν ὀτά μ’ ἀσκηταρεῖον ποίσον Σάντ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ρόδ. Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Φωκ.) κ.ἀ. Συνών. ἄσκησι 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/