ἀσκητὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκητὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσκητὴς ὁ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀκητὴς Μακεδ. (Καστορ.) Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. ἀτητης Ἤπ. κ.ἀ. ἀσκεdὴς Κρήτ. (Βιάνν.) ἀστσηdὴς Μύκ. ἀσκητᾶς Πόντ. (Σάντ.) ἀσκηστης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. ἀσκήτρια Ἤπ. κ.ἀ. ἀσκητάβα Πόντ. (Σάντ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀσκητὴς=ὁ ἀσκῶν ἔργον τι.

Σημασιολογία

1) Μοναχὸς ζῶν ἐν ἐρημίᾳ μακρὰν τῆς κοινωνίας, ἐρημίτης ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ασκεdὴς πάνω’ς τὰ ὄρη δώδεκα χρόνους ἤκαμε (ἐξ ἐπῳδ.) Βιάνν. || Παροιμ. Ὅταν γεράσῃ ὁ διˬάβολος, γίνεται ἀσκητὴς (ὁ διὰ σωματικὴν ἀνικανότητα ἀδυνατῶν νὰ πράξῃ τὸ κακὸν πράττει ἀκουσίως του τὸ ἀγαθὸν) Πελοπν. (᾿Αργ.) || ᾌσμ. Μαῦρα θέλω νὰ φορέσω, ἀσκητἠς θενὰ γενῶ καὶ 'ς τὴν ἔρημο θὰ πάγω γιˬὰ τσ᾽ ἀγάπης τὀν καηˬμὸ Δαρδαν. ’É μου, ἃ bάς ’ς τὴν ἔρημο, ὁπού ’ν’ οἱ ἀσκητᾶδες, νὰ τρώς τὸ μῆνα κάστανο, τὸ χρόνο ᾽να gαρύδι (᾽ἐ μου=υἱέ μου) ᾿Απύρανθ. Ἔρθα νὰ γέν’ ἀσκήτρια σιμὰ ᾿ς τ’ ἀσκηταρε͜ιό σου Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὥς παρωνύμ. Ἀθῆν. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾿ς τ᾿ ’Ασκηστῆ τὰ χαλάσματα Ἀπύρανθ. καὶ ’ς τὴ Dρῦπα τ’ ἀσκηστῆ αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. β) Καθόλου μοναχὸς Πόντ. (Οἰν.) Σίφν. κ.ἀ. 2) Ὁ διάγων βίον μονήρη καὶ ἐγκρατῆ, ὁ ἀποφεύγων τὴν μετὰ τῆς κοινωνίας ἀναστροφὴν πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): κάθεται ᾽ς σὸ σπίτιν ἀκητὴς Οἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/