ἀσκητικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκητικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσκητικὰ ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ὲπιθ. ἀσκητικὸς.
Σημασιολογία
Κατὰ τὸν τρόπον τοῦ ἀσκητοῦ, ὡς ἐρημίτης ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ δεῖνα ζῇ-περνᾷ ἀσκητικὰ πολλαχ. || ᾎσμ. Κιˬ ἀσκητικὰ κοιμήθηκα χρόνους εἰκοσιπέντε Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA