ἀσκὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκὶ τό, ἀσκὶν Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ. (᾿Αφάντ.) ἀσκὶ κοιν. ἀκὶ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ὰ.) ἀστσὶ Θήρ. (Οἴα) Κυθν. Παρ. Πελοπν. Λάστ κ.ἀ. ἀστὶ Καππ. (Φάρασ.) Μέγαρ. ἀ-ὶν Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. ἀσκί, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἀσκίον. Ἰδ. Γαδάρ. διήγ. στ. 428 (ἔκδ. GWagner 138) «ἐπρήσθη τὸ κεφάλι μου κι ὡσὰν ἀσκὶ ἐγίνη». Καὶ ὁ τύπ. ἀσκὶν μεσν. ᾿Ιδ. Μαχαιρ. 1, 658 (ἔκδ. RDawkins) «ἕναν ἀσκίν».

Σημασιολογία

1) Θύλακος δερμάτινος, ἀσκὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἀσκὶ τοῦ κρασιˬοῦ-τοῦ λαδιˬοῦ-τοῦ νεροῦ-τοῦ τυριˬοῦ κοιν. Ἀσκι γιδήσιˬο-τραγήσιο πολλαχ. Ἀσκὶ τοῦ χαλκεˬᾶ (φυσητὴρ, φυσερὸ) ἐνιαχ. Ἀνοίξανε τ’ ἀστἀ ταὶ ’χύθη ὁ μοῦστος Μέγαρ. ᾿Αργασμένου ἀσκὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔφερέν μας τὰ ’ποστράντα τῶν ἀ-ιῶν γιˬὰ κρασὶν Κύπρ. || Φρ. Ἔγινε ἀσκὶ ἀπὸ τὸ μεθύσι ἢ φαεῖ (πβ. Ἀντιφόν παρ. Ἀθην. 552f «τοῦτον οὖν δι’ οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος ἀσκὸν καλοῦσι»). Τὴν ἔκανε ἀσκὶ (ἐνν. τὴν κοιλίαν, δηλ ἔφαγε πολύ). Τὸν ἔκαμε ἀσκὶ ’ς τὸ ξύλο (τὸν ἔδειρε πολύ). Βρέχει μὲ τ᾿ ἀσκὶ (ραγδαίως) πολλαχ. Ὁ Θεὸς κυλάει τ’ ἀσκιˬά του (βροντᾷ) Lawson Modern Greek: Folklore 51 Φουσκώνει ἀστσιˬὰ (ρέγχει) Πελοπν. (Λαστ.) Σ ’ἐγἐλασα σὰν κουρεμένο ἀστσὶ αὐτόθ. Θὰ τὸν φυρτώσω τ’ ἀσκὶ μὲ τὸ μέλι (ἀπειλὴ) Ἤπ. Καὶ ᾽ς τ’ ἀκὶ νὰ πηδήσῃ δὲν κάνει τίποτε (εἶναι ἀνάξιος λόγου) αὐτόθ. Τὸν ἔχουνε σὰ σπασμένο ἀσκὶ (τὸν περιφρονοῦν) Κεφαλλ. Εἶνι ἕν᾿ ἀσκὶ (κοῦφος καὶ ἐλαφρόνους) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τάσσει ἀσκιˬὰ καὶ φλασκιˬὰ (ὑπόσχεται μεγάλα) Κρήτ. || Παροιμ. φρ. Ἀκόμα δὲν ἀρχίσαμε, δυˬὸ ἀστἀ γιˬομίσαμε (ἐπὶ κομπορρημονούντων) Λαστ. Γε͜ιά σου, bάρbα! - Ἀσκιˬὰ μουσκεύω (ἐπὶ ἀσυνεννοησίας) Πελοπν. (Ἄργ.) Σιγαλὰ τ᾿ ἀσκιˬά, τ’ εἶναι πρόβε͜ια (πρὸς δειλὸν κομπάζοντα τ᾽=τὶ, διότι) Πελοπν. (Δημητσάν.) Ἀνάποδα τ’ ἀσκιˬὰ ᾽ς τὸ μύλο (τὸ ἔργον ἐκτελεῖται ἀδεξίως) Παξ. Δυˬὸ ἀκιˬὰ κι ὅπο͜ιο σπάσῃ (ἐπὶ ἐριζόντων, ὅτι καὶ ὁ ἀπειλῶν πιθανὸν νὰ φονευθῇ ἢ κακοποιηθῇ) Ἤπ. || Παροιμ. Ἀσκὶ ἀδε͜͜ιανὸ δὲ στέκεται (ὅτι ὁ πεινῶν εἶναι ἀνίκανος πρὸς ἐργασίαν) Κρήτ. Ἀπὸ χοιρινὸ ἀσκὶ δὲν πίνεις κρασὶ (ὅτι δὲν πρέπει ν᾿ ἀναμένῃ κἀνεὶς τίποτε ἀπὸ ἐκείνους ποῦ δὲν ἔχουν. Πβ. ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 23, 298 καὶ 299) Ζάκ. Τι’ ᾿ν᾿ ό ψύλλος, τί ᾿ν᾿ τ᾿ ἀσκί του; (ὅτι ἀπὸ μηδαμινῶν μηδαμινὰ πρέπει ν᾿ ἀναμένῃ τις) πολλαχ. Ὁ παππᾶς κρατεῖ τ᾿ ἀ-ὶν τ’ ἡ παππαδιˬὰ τ’ ἀσκόδημ-μαν (ἐπὶ πλεονεκτούντων ἐν ἀγῶνι) Κύπρ. Φάζει τὴν ἐλαίαν κιˬ ἀφκὰ κρατεῖ τ’ ἀσκὶν (ἐπὶ τοῦ ἀντὶ μικρᾶς εὐεργεσίας μεγάλην ἀξιοῦντος ἀνταπόδοσιν. φάζει=ταγίζει, ἀφκὰ=ἀποκάτω) Κερασ. || ᾎσμ. Νὰ εἴχαμ’ ἀσκιˬὰ καὶ γάιδαρο καὶ μοῦστο καὶ βαγένι, ἐβαίναμε κ’ ἐμεῖς κρασὶ καὶ πίναμ’ οἱ καηˬμένοι Πελοπν. β) Ποσότης ὅση χωρεῖ εἰς ἕνα ἀσκὸν κοιν.: Ἀσκὶ κρασὶ-λᾴδι-νερὸ-τυρὶ κοιν. Συνων. ἀσκεˬά. γ) Παιδιὰ καθ’ ἣν πηδοῦν ἐπὶ ἀσκοῦ πεπληρωμένον ἀέρος διὰ τοῦ ἑτέρου τῶν ποδῶν κηρυσσομένου νικητοῦ τοῦ μὴ πεσόντος (πβ. τὸν ἀσκωλιασμὸν τῶν ἀρχαίων) Ἤπ. 2) Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἰδίᾳ ὴ κοιλία αὐτοῦ Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ.: Πολλὰ ἀσκιˬὰ ἐπέσανε ’ς τὸ bόλεμο Κρήτ. || Φρ. Ἔχει τὸ παιδὶ ’ς τ᾿ ἀσκὶ (εἶναι ἔγκυος, ἐπὶ γυναικός, ἢ προγάστωρ, ἐπὶ ἀνδρὸς) Λεξ. Δημητρ. Ἔχει τὸ διˬάολο ’ς τ’ ἀσκί dου (εἶναι πολὺ κακὸς) Κρήτ. ᾿Απὸ τ’ ἀσκί dου τἠν ἔβγαλε τὴν ψευθιˬὰ (ὁ ἴδιος ἐπενόησε τὸ ψεῦδος) αὗτόθ. Ξέρει πολλὰ τ᾽ ἀσκι’ του Μαν. Ἀπ’ ἀσκιˬοῦ μου τὸ λέγου (ἐξ ἰδίας ἐπινοίας) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἔφαε ξύλο περισσὸ κ’ ἐχόρτασε τ’ ἀσκί τζη Κρήτ. 3) Δέρμα Νάξ. (Βόθρ.): Θέμε καὶ ἀσκὶ γιˬὰ νὰ κάμωμε τὸ σομάρι. 4) Ἡ χεὶρ ἐν τῇ συνθὴματικῇ γλώσσῃ τῶν Γύφτων Ἤπ. Πβ. ἀσκιδεˬά, ἀσκίδι, ἀσκός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/