ἀσκιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκιˬάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ ἀσκί.
Σημασιολογία
1) ᾿Εγχέω εἰς ἀσκόν: Ἀσκιάζω τὸ κρασὶ-τὸ λάδι || ᾎσμ. ᾿Ανάθεμά σε ἂ σέ ’θελα ἀσκὶ ν᾽ ἀσκιˬάζω λᾴδι τὴν ἄσκημή σου κορμαρὰ νὰ κοιμηθοῦμε ὁμάδι. Πβ. ἀσκοπουλλιˬάζω 1. 2) Μεταφ. πληρῶ τὴν κοιλίαν μὲ τροφήν: Μὴ βιˬάζεστε νὰ πηˬαίνωμε, γιˬὰ δὲν ἄσκιˬασε ἀκόμης ἀποπαὲ (ἀπεδῶ, αὐτὸς ἐδῶ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA