γιˬουνάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουνάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬουνάκι τό, Ἰων. (Βουρλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬούνι κατὰ τύπ. ὑποκορ.

Σημασιολογία

1) Τέχνασμα, δόλος. Συνών. Γιˬούνι 2. 2) Ὁ κύκλος ἑνὸς παιγνιδιοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/