ἄσκιˬαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκιˬαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσκιˬαχτος ἐπίθ. ἄσκιˬαστος Λεξ. Λάουνδ. Δημητρ. ἄσκιˬαστους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀήσκιˬαστους Μακεδ. (Βογατσ.) ἄσκιˬαχτος Ἤπ. Κρήτ. κ.ἀ. –Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνέμπληκτος) Λάουνδ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. ἄσκιˬαχτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Βογατσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀσκίαστος. Ὁ τύπ. ἄσκιˬαστος καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ σκιαζόμενος, ὁ μὴ ὢν ὑπὸ σκιὰν Κρήτ. 2) Ὁ μὴ γινόμενος ἀντιληπτὸς κατὰ τὴν διάβασίν του, ἀθόρυβος Κρήτ.: Ἐπέρασε ἀποbροστά μου ἄσκιˬαχτος. 3) Ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κρήτ. Μακεδ. (Βογατσ.) –Λεξ. Γαζ. Λάουνδ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.: Ἄσκιˬαχτος ἄντρας Κρήτ. Ἄσκιˬαχτο μάτι Λεξ. Δημητρ. Τὰ πα’κάριˬα τὰ καλὰ εἶ᾽ ἄσκιˬαχτα Ζαγόρ. Συνών. ἀξύπαστος 1, ἄφοβος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA