γιˬούρντα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬούρντα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬούρντα ἡ, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Πιτσᾶ) -Λεξ. Δημητρ. γιˬούρdα Πέλοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Δυρράχ. Καλάβρυτ. Κόκκιν. Κόρινθ. Λάστ. Μανιάκ. Ὀλυμπ. Παππούλ. Τρίκκ. Τριφυλ. Φιγάλ. Χατζ. κ.ἀ.) γιˬούρδα Θεσσ. Πελοπν. (Ἀναβρ. Μάν. Παλαιοχ.) γιˬούρτα Πελοπν. (Ἀχαΐα Βαλτεσιν. Βούτσ. Βραχν. Γορτυν. Δίβρ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Κλειτορ. Λάμπ. Μεγαλόπ. Μηλ. κ.ἀ.) γιˬούλdα Πέλοπν. (Λεῦκτρ.) γιˬούdα Πελοπν. (Πάν.) γκιˬούρτα Πελοπν. (Ἀχαΐα Λάμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. örtü=κάλυμμα. Βλ. Π. Φουρίκ εἰς Ἀθηνᾶν 30 (1919) Λεξικογρ. Ἀρχ. 5, 212, σημ. 5.

Σημασιολογία

Μάλλινος χειριδωτὸς ἢ καὶ ἀχειρίδωτος ἐπενδύτης τῶν ἀγροτῶν καὶ ποιμένων, κυρίως δὲ τῶν γυναικῶν, συνήθως μαύρου χρώματος, ἀνοικτὸς ἐμπρὸς καὶ κροσσωτὸς ἐσωτερικῶς, ὑφαινόμενος εἰς τὸν ἀργαλειὸν ἔνθ’ ἀν.: Σηκώναμε τὶς γιˬοῦρdες μας καὶ προgάγαμε τὰ πρόβατα Πελοπν. (Μανιάκ.) Ἐφό᾽ρε͜ιε μία γιˬούρδα μέχρι τὰ πόιˬδιˬα Πελοπν. (Μάν.) Φέρε μου τὴ γιˬούρτα, γιˬατὶ μαργώνω (=ριγῶ ἐκ τοῦ ψύχους) Πελοπν. (Ἀχαΐα) Ἄν δὲν εἶχα τὴ γιˬούρτα μου, θὰ τρεμοτουρτούριζα αὐτόθ. Εἶχε ἀνάρριχτα μιˬὰ νυφιˬάτικη γιˬούρντα Πελοπν. (Βερεστ.) Οἱ γιοῦρτες ἦταν μακριˬὲς μὲ γαϊτάνιˬα, σιρίτιˬα, τσεποῦλες ’ς τὰ πλάιˬα, ὑφαντὲς καὶ τσὶ ρίναμε ’ς τὴ νεροτριβὴ Πελοπν. (Λάμπ.) Βάλε τὴ γιˬούρτα σου καὶ κάνε τὰ γοῦστα σου Πελοπν. (Γορτυν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/