ἀσκίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκίδι τό, Λεξ. Δημητρ. ἀίδι Καλαβρ. (Κοντοφ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀσκίδιον.

Σημασιολογία

Ἀσκὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἀίδι τ᾿ ἀλᾳδίου (τοῦ λᾳδιοῦ) Μπόβ. Πβ. ἀσκί, ἀσκιδεˬά, ἀσκός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/