γιˬουρντοκαπότο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουρντοκαπότο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬουρντοκαπότο τό, ἐνιαχ. γιˬουρντοκάποτο Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ Μαργέλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬούρντα καὶ καπότο.
Σημασιολογία
Μάλλινος ἐπενδύτης ἔνθ’ ἀν.: Μωρ’ Δεσποινιά, δὲ μοῦ δίνεις τὸ ρασόχτενό σου νὰ βάλω ἀπάνου κάτι ρασικὰ νὰ φκειˬάσω τίποτα γιˬουρντοκάποτα γιˬὰ τὸ χειμῶνα (ρασικὰ=μάλλινα ὑφάσματα χονδρὰ) Βερεστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA