γιˬουρούκης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουρούκης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬουρούκης ὁ, Δαρδαν. (Λάμψακ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κῶς γιˬουρού’ς Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ) Λέσβ. Λυκ (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Προπ. (Πάνορμ.) Σάμ. (Μαραθόκ. κ.ἀ.) γιˬουρούτσ’ς Μ. ᾽Ασία (Κυδων.) γιˬουρούης Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) γιρούκης Σύμ. γιˬουροῦκος Ἄνδρ. ’ιˬουροῦκος Νάξ. (’Απύρανθ.) Πληθ. γιρούκηδες Σύμ. ’ιˬουρούκηδοι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. γιˬουρούκα Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ.) Κῶς ’ιˬουρούκα Νάξ. (’Απύρανθ.) γιˬουρούκι τό, Ἡράκλ. Καππ. (’Αραβάν.) Πελοπν. (Βλαχοκερ. Γαργαλ. Οἰν. Φιγάλ.) γιˬουρού’ Προπ. (Μηχαν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yürük=ὁ ταχύς, ὁ νομάς.

Σημασιολογία

1) Τοῦρκος νομάς, ὀρεσίβιος τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Δαρδαν. (Λάμψακ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ. κ.ἀ. 2) Μεταφ., ἄνθρωπος ἀγροῖκος, ἄξεστος, ἀπειθάρχητος Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ. κ.ἀ.) Μ. ’Ασία (Κυδων.) Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Λέσβ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βλαχοκερ. Γαργαλ. Οἰν. Φιγάλ.) Προπ. (Πάνορμ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) Σύμ. Χίος (Βροντ.): Μιλᾷς καὶ σύ, βρὲ γιˬουρούη ! Κῶς Ξέρ’ ἡ γιˬουρούτσ’ς νὰ φάῃ χαβιˬάρ’! Κυδων. Ἐφτοῦνοι οἱ Μαυρογιˬανναῖοι ζιˬοῦνε μακριˬὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Οὔτε νὰ μιλήσουν ξέρουν, οὔτε νὰ φερθοῦνε καταλαβαίνουν. Μπίτι γιˬουρούκιˬα, ἀδερφέ μου Βλαχοκερ. Ζοῦνε μακριὰ ’πὸ τὸ θεὸ φτοῦνα τὰ γιˬουροῦκιˬα Γαργαλ. Νὰ τὸ γιˬουρούκι Οἰν. Ποῦ τὸν ηὗρες, μωρή, ἔουτον dὸγ-γιρούκηγ-κ’ ἐπῆρες τον dοῦ παιδακιˬοῦ (τῆς τὸν ἔδωσες ὡς γαμβρὸν τῆς νεαρᾶς) Σύμ. β) Ἄνθρωπος ἀκατάστατος, ἀκάθαρτος, ἀνοικοκύρευτος Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶναι βρώμικοι, ᾿ιˬουρούκηδοι οἱ καμένοι κ᾿ εὐτοὶ Ἀπύρανθ. Εἶναι ᾿ιˬουρούκα, ἀχτένιστη, βρώμικη αὐτόθ. Ἀχτένιστη, γιˬουρούκαγ-γυρίζει Κῶς. 3) Ὑπερβολικὰ μαῦρος Ἡράκλ.: Εἶναι γιˬουρούκι μέσ’ ’ς τὸν ἥλιο. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γιˬουρούκης Ἀθῆν. Θεσσ. (Λάρ. Τίρναβ.) Μακεδ. (Βέρ. Ἔδεσσ. Θεσσαλον. Καβάλλ. Καστορ. Φλόρ.) Μυτιλήν. Πελοπν. (Σκάλα Λακων.) Γιˬουροῦκος ᾽Αθῆν. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Κρέστεν. Ξυλόκ. Πάτρ. Πύργ. Τρίπ.) Στερελλ. (Ἀταλ.) Γιρούκης Μῆλ., ὡς παρωνύμ., ὑπὸ τοὺς τύπ. Γιˬουρούκης Κρήτ. (Ἀποκόρ.) Μῆλ. Γκιˬουρούκιˬας Εὔβ. (Κάρυστ.) Γιˬουρουκιˬὰ (ἡ) Κρήτ. (Κίσ.) Γιˬουρούκι (τὸ) Θήρ. (Οἴα) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γιˬουρούκας καὶ Γιˬούρουκας Πάρ. Γιˬουρού’ (τὸ) Μακεδ. (Πελεκᾶν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/