ἀσκλάβωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκλάβωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκλάβωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσκλάβουτους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσκλάβωτος. ᾿Ιδ. Δουκ. ἐν λ. σκλάβος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὑποδεδουλωμένος ἢ ὁ μὴ ὑποδουλωθεὶς σύνηθ.: Μέρος ἀσκλάβωτο. Πατρίδα ἀσκλάβωτη πολλαχ. || ᾎσμ. Εἶμαι μιὰ σκλάβα ἀσκλάβωτη, μιˬὰ σκλάβα σκλαβωμένη Κύπρ. –Ποιημ. Κιˬ ἀπὸ τὴ Βοσπορίτισσα τὴν Πόλι, ποῦ τώρᾳ ἁπλώνει ἀσκλάβωτα τὰ χέριˬα ΚΠαλαμ Πεντασύλλ 104. β) Δυσπειθής, ἀνυπότακτος πολλαχ.: Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔτσι μεγάλωσεν, ἀσκλάβωτη, ᾿ς τὸ δρόμο καὶ ’ς τὴ βάρκα ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 10. 2) Μεταφ. ὁ ἐλεύθερος ὑποχρεώσεων ἐξ ὑποθήκης, δανείου, χρεῶν κττ., ὁ εὑρισκόμενος εἰς τὴν ἀπόλυτον διάθεσιν τοῦ κατόχου πολλαχ.: Σπίτι-χωράφι ἀσκλάβωτο. Λεφτὰ ἀσκλάβωτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/