γόνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γόνος (Ι) ὁ, πολλαχ. καὶ Καππ. γόνους Ἤπ. (Κουκούλ. Λάκκα Σούλ.) Θάσ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἀρν. Χαλκιδ.) Σαμοθρ. Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ. Ἀχυρ. Γαλαξ. Φθιῶτ. Φωκ.) κ.ἀ. βόνος Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Ρόδ. (Ἀπόλλων. κ.ἀ.) ᾽όνος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γοῦνος Λευκ. γόνος τό, Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λάμπ.) Πόρ. - Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 3.6 γόνον τό, Κρήτ. γόνας ὁ, Μακεδ. (Χαλκιδ.) γόνα ἡ, Πελοπν. (Μάν.) γονὸς ὁ, Ἄνδρ. (Γαύρ.) Ἤπ. (Ξηροβούν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύπρ. Πελοπν. (Ἐρμιόν.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργ., 3.221 Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 389 Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ., 2.214 - Λεξ. Βλαστ. 436 Δημητρ. γουνὸς Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Καλοσκοπ. Μπούκ. Σπάρτ.) γόνι τό, Πελοπν. (Οἴτυλ.) ἀγόνι Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πληθ. γόνιˬα τά, Παξ. γόμος ὁ, Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γόνος. Διὰ τὸν τονισμὸν γονὸς πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,117. Διὰ τοὺς τύπ. γόνος τό, γόνον τό, πβ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 2 (1890), 703. ΜΝΕ 2,52.58. Ὁ τύπ. γόνα ἡ, διὰ μεταπλασμοῦ, ὁ δὲ γόμος κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ γεμίζω, βοηθούσης πρὸς τοῦτο καὶ τῆς σημασίας.
Σημασιολογία
1) Τὸ γεννώμενον, τὸ τέκνον, ὁ ἀπόγονος λόγ. κοιν.: Εἶναι γόνος μεγάλης οἰκογενείας λόγ. κοιν. Ξέρ᾽ς τί γόνους τ᾽ κιˬαρατᾶ εἶ᾽ αὑτὸ τοὺ πιδί; Στερελλ. (Ἀχυρ.) Διˬάλε πᾶρε σε γιˬὰ γόνε καὶ ᾽ὲ σὲ dαγιˬαdῶ bλιˬὸ (dαγιˬαdῶ = ὑποφέρω) Κρήτ. (Ἀνατολ.) || ᾎσμ. Ὅλα τὰ δέντρα ἔφεραν σταυρὸν τῆς ἀληθείας, τσαὶ σὺ μοῦ ἔφερες, γονέ, καρπὸν τῆς ζοφερᾶς καρδίας (ἡ Θεοτόκος πρὸς τὸν Χριστὸν) Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχαία. Βλ. Ὅμηρ. Ε 635 «ψευδόμενος δέ φασι Διὸς γόνον αἰγιόχοιο εἶναι». 2) Τὸ σπερματικὸν ἔκκριμα τῶν ἀρρένων Πελοπν. (Λάμπ.) - Λεξ. Πρω.: Τοὺς κηφῆνες τοὺς ἔχει ἡ βασίλισσα γιˬὰ τὸ γόνος Λάμπ. 3) Τὰ ᾠάρια τῶν ἰχθύων, μελισσῶν, ἐντόμων, πτηνῶν κ.τ.τ. Ἄνδρ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Κάρυστ.) Ἡράκλ. Θάσ. Θεσσ. (Βαθύρρ. Μυρόφυλλ.) Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Κάλυμν. Καππ. Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Κρήτ. (Ἀνατολ. Κίσ. Κυδων. Ρέθυμν. Σέλιν. Σητ. Κύθηρ. Κύθν. Λέρ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἀρν. Νάουσ. Πάγγ. Χαλκιδ.) Μέγαρ. Πάτμ. Πελοπν. (Ἀνώγ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Λεῦκτρ. Μάν. Μονεμβασ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Ρόδ. (Ἀπόλλων. κ.ἀ.) Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ. Ἀχυρ. Λεβάδ.) Σύμ. Σῦρ. Τῆλ. Τῆν. (Ἰστέρν. κ.ἀ.) Φοῦρν. Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) - Γ. Δροσίν., Αἱ μέλισσ., 79 – Λεξ. Βάιγ. Βυζαντ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Γόνος τῆς κάμπιˬας - τῆς μέλισσας - τοῦ ψαριˬοῦ Σύμ. Μέσα ᾽ς τίς τρυπίτσες αὐτὲς ἡ βασίλισσα γεννᾷ τὸ βόνο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο γίνονται οἱ καματερὲς μέλισσες καὶ οἱ ἀργοὶ (= κηφῆνες) Ρόδ. Βόνος τῆς μέλισσας - τῆς ψείρας - τῆς πούλ-λdας (= ὄρνιθος) αὐτόθ. Γόνο ᾽ποὺ τὸν εἴχενε! (νοεῖται ἡ κόττα· ἤτοι πόσα ᾠάρια ἔχει εἰς τὴν ὠοθήκην της!) Κύθν. Ἡ ὄρνιθα ἔχει γόνο Σῦρ. Μπῆκι ἡ μυῖγα ᾽ς τοὺ κριγιˬὰς κιˬ ἄφ᾽κιν γόνου (κριγιˬὰς = κρέας) Λῆμν. Ἡ μάννα ὅταν θέ᾽ νὰ βγά᾽ ἀσκέρ᾽, φτεῖ μέσ᾽ ᾽ς τὰ καβούκιˬα σὰ φτύματα κὶ τρανεύ᾽ κὶ γίνιτι σὰ γόνους Χαλκιδ. || Φρ. Ρίχνω γόνο (= ἐγκαθίσταμαι) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ἀριστ., Ζ. ἱστ., 553b 24 «ἐργάζονται δὲ πρῶτον μὲν τὸ κηρίον, εἶτα δὲ τὸν γόνον ἐναφιᾶσιν». Συνών. γόνι 1, γονίδι 1. β) Σπέρμα, σπόρος ἐν γένει Λεξ. Ἐλευθερουδ. 3) Ὁ ἐκ τοῦ ᾠαρίου προερχόμενος μικρὸς σκώληξ τῆς μελίσσης ἢ ἄλλων ἐντόμων Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Κρήτ. (Σητ.) Πάτμ. Τῆλ. Ψαρ. - Λεξ. Πρω. Ἐλευθερουδ. β) Μεταφ., τὸ πάθος, ἡ ἀσθένεια Ρόδ. Ἔχεις, μαρή, γόνομ μέσα σου. 5) Τὰ νεογνὰ τῶν ἰχθύων καὶ ἰδιαιτέρως τῆς ἀθερίνας Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Κρήτ. (Ἱεράπ.) Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Μεσσην. Οἴτυλ.) Πόρ. Προπ. (Μαρμαρ.) Σάμ. Συμ Τῆν. (Ἰστέρν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Μπούκ. Σπάρτ.) Χίος - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Περίδ. Πρω.: Ἡ γρίπα σαρώνει ὅλο τὸ γόνος Πόρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχαία. Βλ. Ἀθήν. Γ108C «πρίω μοι πολύπουν | καὶ δὸς καταφαγεῖν, κἀπὸ τηγάνου γόνον». Συνών. γόνι 2β, γάβρος, τσαμούχι. 6) Σμῆνος νεαρῶν μελισσῶν, πλῆθος ἰχθυδίων, μικρῶν φθειρῶν κ.τ.τ. Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἄνδρ. (Γαύρ.) Εὔβ. (Καλύβ.) Ἤπ. (Κουκούλ. Πλατανοῦσ. Πράμαντ.) Θάσ. Θεσσ. (Ἀργιθ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰκαρ Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἐγκαρ.) Πελοπν. (Ἅγιος Ἀνδρ. Ἑρμιόν. Λακων. Λάμπ. Λεῦκτρ. Μεσσην. Πυλ.) Παξ. Ρόδ. Σάμ. Σαμοθρ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γαλαξ. Καλοσκοπ. Φθιῶτ. Φωκ.) Σῦρ. Χάλκ. Χίος (Βροντ. κ.ἀ.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργ., 3.221 Κορ., Ἄτακτ., 2.405 Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ., 2.214 Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 389 - Λεξ. Βυζαντ. Περίδ. Βλαστ. 436 Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ἐν ἤκαμεν βόνον ἀκόμη τὸ μελίσσι Κάρπ. Τὰ τραυηχτὰ δίχτυˬα καταστρέφουν τὸ γόνο Πυλ. Γιˬατί βαρεῖς τὰ γόνιˬα, εἶναι κρῖμα, δὲν κάνει (γόνιˬα = τὰ νεογνὰ τῶν ἰχθύων) Παξ. Τοὺ ᾽βέρτ᾽ αὐτόνου ἔ᾽ λίγου γουνὸ (᾽βέρτ᾽ = κυψέλη) Καλοσκοπ. Τὸ μελίσσι ἀμπόλυσε γονὸ (ἀμπόλυσε = ἐξαπέλυσε) Ἐρμιόν. ᾽Ο γόνος τοῦ μελισσιˬοῦ ποὺ ρίχνει καὶ φεύγει ἀπὸ τὸ κρινὶ (= κυψέλη) Κ. Κρυστάλλ, Ἔργ., 2.214. Μόλις ἰδῇ τὸ γόνο νὰ πεταχτῇ, ἁρπάχνει ᾽ς τὰ χέριˬα του ἕνα ἀδε͜ιανὸ κυβέρτι καὶ πάει ἀπὸ κοντὰ Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 389. || Ποίημ. ᾽Σ τὰ στήθια του ἀναβράζουν σὰ ᾽ς τὸ κυβέρτι οἱ μέλισσες πρὶν ὁ γονὸς κινήσῃ ἀμέτρητα φαντάσματα Α. Βαλαωρ., Ἔργ., 3.221. Συνών. γόνι (Ι) 2, γονίδι, μπουλούκι, πουλλί, σμάρι. β) Ἡ χλόη, τὸ μόλις φυόμενον χόρτον Φολέγ. γ) Κατ᾽ ἐπέκτασιν, τὸ μέγα πλῆθος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν. Στερελλ. (Σπάρτ) - Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 2 (1890), 705: Γουνὸς ἀκρίδα Σπάρτ. Ἤbηκα ᾽ς ἕνα χωράφι κ᾽ ηὗρα μέσα χόρτα ὡς τὸ ᾽όνος τσ᾽ ᾽ονιˬᾶς (᾽όνος τσ᾽ ᾽ονιˬᾶς = μέγα πλῆθος) Ἀπύρανθ. Ὡς τὸ ᾽όνος τσ᾽ ᾽ονιˬᾶς εἶναι οἱ κόνιδες ἀπάνω ᾽ς τὴ gεφαλὴ τζη αὐτόθ. Καλούτσικά ᾽τονε τὰ κουκκάκιˬα μας, ὡς ὁ ᾽όνος τσῆ ᾽ονιˬᾶς ἤτον᾽ ἀπάνω ᾽ς τσὶ κουκκιˬὲς αὐτόθ. 7) Εἶδος μικροῦ πτηνοῦ Κρήτ. (Βιάνν.) Λῆμν. 8) Ἡ γῦρις τῶν ἀνθέων Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. 9) Ὕφαλος καλυπτομένη ὑπὸ φυκῶν ἢ ἄλλων θαλασσίων φυτῶν, τῆς σημ. προφανῶς προελθούσης ἐκ τῆς ἐν αὐτοῖς ἀναπτύξεως καὶ διαβιώσεως τῶν ἰχθυδίων Λευκ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) - Λεξ. Βλαστ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βόνες οἱ, Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA