ἀσκληπιˬὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκληπιˬὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσκληπιˬὸς ὸ, ΠΓενναδ. 1037 –Λεξ. Πρω. Δημητρ. ᾽σκληπνιˬὸς Θήρ. ἀσκλέπιˬα ἡ, Ζάκ. Κεφαλλ. –Λεξ. Δημητρ. ἀσκλέπα Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Λατιν. asclepias.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν χοΰα ἢ σαρκώδης (hoya ἤ asclepias carnosa) τῆς τάξεως τῶν ἀσκληπιαδωδῶν (asclepiadaceae) Συνών. ἁγιˬοκέρι 2, κεράκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/