γοντζές

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοντζές

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γοντζές ὁ, Ἀθῆν. Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Ἤπ. κ.ἀ. - Λεξ. Βυζ. Βλαστ. 445 Δημητρ. γοντὲς Ἤπ. (Θεσπρωτ.) γοτζὲς Θρᾴκ. (Καλλικράτ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Προπ. (Χηλ.) γοντσὲς Ἤπ. - Λεξ. Μπριγκ. Περίδ. κοντζὲς Θήρ. Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ. Κωνπλ.) Προπ. (Μαρμαρ.) κοντὲς Καππ. Μακεδ. (Σέρρ.) κοντσὲς Θρᾴκ. (Αἶν. Κασταν. Σηλυβρ. κ.ἀ.) Λῆμν. γουντζὲς Ἤπ. (Ζαγόρ.) κουντζές Λῆμν. κουτζὲς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) κουντσὲς Λῆμν. γοντζὰς Κρήτ. γοντσὰς Κρήτ. κοντζὰς Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. κοντὰς Κύπρ. κοντὰς Κύπρ. κοτσὲς Θρᾴκ. (Αἶν. Κασταν. κ.ἀ.) Λῆμν. κοζ-ζὲς Κάσ. κοζὲς Κάσ. γκοτζὲς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κοντὰ ἡ, Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. goncα ἢ koncα.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐντὸς τοῦ κάλυκος κλειστόν, μήπω ἐκπετασθὲν ἄνθος, ἰδιαιτέρως ἐπὶ ρόδου, ὁ κάλυξ ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ τριανταφυλλιˬὲς ἔβγαλαν γουντζέδες Ἤπ. || ᾌσμ. Σὰν ἀνοίξουν κ᾽ οἱ γοντζέδες, σαϊτεύουν τὶς καρδιˬὲς Ἀθῆν. Ἀπὸ κοντὰ εἶσ᾽ ἕνας κρίνος, ἀπ᾽ ἀλλάργα ἕνας γοντζές, τὸ κορμί σου περιβόλι μὲ τὶς μουσκομυρωδιˬὲς Ἤπ. Ἔλα, Χριστέ μου, πᾶρε το καὶ πάν᾽ το ᾽ς τὶς μπαχτσέδες καὶ γιˬόμω του τὶς κόρφοι του λουλούδιˬα καὶ κοντσέδες (βαυκάλ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κοτζέ μου ὡραιγότατε, κάτσε καὶ συλλογίσου τὸ ἄδικο ποὺ γίνεται καὶ τὸ Θεὸ φοβήσου Προπ. (Χηλ.) Συνών. βαβούλι, μπουμπούκι. β) Μίσχος ἄνθους Βιθυν. Κρήτ. Κύπρ.: ᾎσμ. Ἐσύ ᾽σ᾽ ἕνας χρυσὸς κοντζὲς μὲ τετρακόσα ρόδα, ὄμορφος εἶσαι ᾽ς τὴ θωρὰˬι, μὰ ψεύτικος ᾽ς τὰ λόγιˬα Κρήτ. γ) Ὀφθαλμὸς κλάδου δένδρου ἢ ἄλλου φυτοῦ Λεξ. Δημητρ. Συνών. μάτι. 2) Εἶδος ἀγρίας βοτάνης Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γοντζὲς Ἀθῆν. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μέγαρ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Κοντζὲς Βιθυν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/