ἀσκοδάβλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκοδάβλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσκοδάβλα ἡ, Κρήτ. ἀσκοdάβλα Ἀντικύθ. Κρήτ. (Μεραμβ. Σφακ. κ.ἀ.) ᾿σκοdάβλα Κρήτ. ’σκουτάβλα Σίκιν. κ.ἀ. ἀσκουμπάβλα Στερελλ. (Ἀράχ.) ᾿σκουμπάβλα Στερελλ. (Ἀράχ.) ᾿σκούdαβλος ὁ, Παρ ᾿σκ᾿dάβλος Πάρ. (Λεῦκ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀσκοδάβλα. Περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λ. ἰδ. ΣΞανθουδ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 5 (19Ι8/20) 107 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Δερμάτινος σίκλος ἐκ κατειργασμένου δέρματος μετὰ στεφάνης ξυλίνης καὶ λαβῆς ἐπίσης ξυλίνης σχήματος καμαρωτοῦ ἢ μετάλλινος κάδος χρησιμεύοντες πρὸς ἄντλησιν ὕδατος ἐκ τῶν φρεάτων καὶ τῶν δεξαμενῶν ᾿Αντικύθ. Κρήτ. (Μεραμβ. Σφακ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ ): Πῆρε τὴν ἀσκοdάβλα νὰ ποτίσῃ τὰ οζά. Ρῖξ’ τὴ ’σκουμπάβλα ’ς τοὺ π’γάδ’ Ἀράχ. Συνών. ἀγκλιˬὰ 1, ἀνάσερμα 1β, ἀνασυρτάρι, ἀνασυρτήρι 1, ἀνασυρτὸς Β1, ἀσκοδάβλι 1, ἄσκος 3, κάδος, κουβᾶς, σικλί, σίκλος. 2) Σακκίδιον ἐκ κατειργασμένου δέρματος πληρούμενον ὕδατος καὶ ἀναρτώμενον εἰς εὐάερον τόπον πρὸς διατήρησιν αὐτοῦ δροσεροῦ Κρήτ. 3) ᾿Ασκὸς παλαιὸς μεταχειρισμένος ἀνοικτὸς κατὰ τὸ ἄνω ἄκρον ἐν σχήματι σακκίου περιβάλλων τὸν κυρίως ἀσκὸν τὸν περιέχοντα τὸ ἔλαιον ὅταν μεταφέρεται ἀπὸ τόπου εἰς τόπον Κρήτ. 4) Ἀσκὸς ἀνοικτὸς ἀνηρτημένος εἰς τὸ ἄκρον μακροῦ ξύλου πρὸς ὑποδοχὴν τῆς κόπρου τῶν ἀλωνιζόντων ζῴων διὰ νὰ μὴ πέσῃ εἰς τὸν σῖτον Σίκιν. 5) Πήλινον ἀγγεῖον ἔχον σχῆμα πίθου καὶ λαβὴν τοξοειδῆ χρήσιμον πρὸς μεταφορὰν τροφῆς εἰς τοὺς ἐργαζομένους εἰς τοὺς ἀγροὺς ἐργάτας Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) 6) Λάκκος ὀρυσσόμενος ὑπὸ παιδίων ἐν τῇ ὁδῷ καὶ καλυπτόμενος διὰ φρυγάνων καὶ χώματος διὰ νὰ ἐμπέσῃ ὁ ποὺς ἀνθρώπου ἢ ζῴου διερχομένου Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/