γόντζος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόντζος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γόντζος ὁ, Εὔβ. (Πολιτικ. κ.ἀ.) γόντζους Θεσσ. (Μελιβ.) σγόντζος Πελοπν. (Γαργαλ. Κάμπος Λακων. Μεσσην.) σγόντσος Πελοπν. (Καλάμ. Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gozzo.

Σημασιολογία

1) Πᾶν τυλῶδες ἐξόγκωμα εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ζῴων, ἐπὶ τῶν δένδρων ἢ ἐπὶ ἀντικειμένων, οἷον στρωμάτων, καθισμάτων κ.τ.τ. Πελοπν. (Γαργαλ. Καλάμ. Κάμπος Λακων. Μεσσην.) Συνών. γρόμπος. 2) Ὁ κῶνος τῆς πεύκης Εὔβ. β) Παιδιὰ παιζομένη διὰ τοῦ καρποῦ τῆς πεύκης Εὔβ. Πολιτικ. κ.ἀ. γ) Ὁ ἀγκὼν τῆς χειρὸς Θεσσ. (Μελιβ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἑπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γόντζους Μακεδ. (Ἔδεσσ.) Σγόντζος Ἀθῆν. Πέλοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/