γιˬούρτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬούρτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬούρτι τό, Εὔβ. (Αἰδηψ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Τρίκκ. Φεν κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) -Π. Γενναδ., Φυτολ Λεξ., 708 καὶ Γεωργ. γλωσσ., 13 -Λεξ. Αἰν. Δημητρ. γιˬούρτ’ Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ.) Πόντ. (Λιβερ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀρτοτ. Γραν. Εὐρυταν. Καλοσκοπ. Μαλεσ. Νεοχώρ. Ξηρόμ. Περίστ. Τριχων. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ. Χαιρών.) -Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ., 207. 311. 445. 446. Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. κόσμ. 22 καὶ Ἀρχ. Θρακικ. θησ., 3, 79 γιˬούρdι Πελοπν. (Βούρβουρ. Πιτσᾶ) γιˬούλτι Κρήτ. (Βάμ.) γιˬούρτη ἡ, Θεσσ. (Βαμβακ.) Στερελλ. (Λαμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yurt=κατοικία, ἀκίνητον.

Σημασιολογία

1) Οἰκία πρόχειρος καὶ εὐτελὴς ἢ ἐρειπωμένη Π. Παπαχριστοδ. ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬατί δὲ γκρεμνίζεις αὐτὸ τὸ γιˬούρτ’, γιˬατί δὲ χαλνᾷς αὐτὸ τὸ παλιˬοσαράβαλο καὶ νὰ χτίσῃς ἕνα σπιτά’ καινούργιο; 2) Ἀγρὸς συνεχόμενος πρὸς οἰκίαν ἢ πλησίον αὐτῆς κείμενος καὶ ἐντὸς τοῦ χωρίου, λιπαινόμενος δ’ ὡς ἐκ τούτου τακτικῶς καὶ ἐκ τῶν οἰκοσίτων ζῴων καὶ διὰ τοῦτο χρησιμοποιούμενος καὶ ὡς κῆπος τῆς οἰκογενείας τοῦ ἰδιοκτήτου ἢ πρὸς καπνοφυτείαν καὶ μάλιστα ὡς φυτώριον Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Εὔβ.(Αἰδηψ.) Ἤπ. (Ἄρτ.) Θεσσ. (Βαμβακ. Μοσχᾶτ.) Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ.) Κρήτ. (Βάμ.) Πελοπν. (Τρίκκ. Φεν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Εὐρυταν. Καλοσκοπ. Λαμ. Μαλεσ. Νεοχώρ. Ξηρόμ. Περίστ. Φθιῶτ. Φωκ. κ.ἀ.) -Δ. Λουκόπ., ἔνθ’ ἀν. 207 311 -Λεξ. Δημητρ.: Ἔχου ἕνα καλὸ γιˬούρτ’ Περίστ. Γέμ᾿σι τοὺ γιˬούρτ’ ἀγρόγιˬουσμου (ἄγριον ἡδύοσμον) Ἑλληνοχώρ. Ὁ κάθε νοικοκύρης φυτεύει καὶ ’ς τὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιˬοῦ κλήματα· ἐπίσης στὶς ἄκρες τοῦ γιˬουρτιˬοῦ του καὶ ’ς τὰ δέματα τῶν ποτιστικῶν χωραφιˬῶν (δέματα=ἄκρες) Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. 311. Συνών. αὐλαγή. β) Πᾶς ἀγρὸς κείμενος πλησίον τοῦ χωρίου περιφραγμένος καὶ περιποιημένος δι’ ἀφθόνων κοπρισμάτων Εὔβ. (Αἰδηψ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν. Τριχων. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ. Χαιρών.) – Δ. Λουκόπ., ἔνθ’ ἀν., 446 - Λεξ. Αἰν.: Μουρέ, γιˬούρτ’ εἶν’ αὐτὸ τοὺ χουράφ’! (εὔφορον ὡς κῆπος) Γραν. Ἀγόρασέ τα αὐτὰ τὰ χτήματα, γιˬούρτιˬα εἶνι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. γ) Ὁ καπνὸς ὁ ὁποῖος φυτεύεται λαθραίως εἰς τὸν παρὰ τὴν οἰκίαν καλῶς λιπαινόμενον ἀγρὸν καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀρίστης ποιότητος, προοριζόμενος πρὸς χρῆσιν τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας Θεσσ. (Βαμβακ.): ’Σ τοὺ σπίτ’ καπνίζαν γιˬούρτη· ἦτανι καλὸς καπνὸς κὶ τοὺ φουμέρνανι οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιˬοῦ, δὲν τοὺν πούλαγαν. 3) Χέρσος ἔκτασις πέριξ ἀγροῦ Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) 4) Κλιτὺς βουνοῦ ποόφυτος κατάλληλος πρὸς βοσκὴν Πόντ. (Λιβερ.) 5) Μάνδρα, ὅπου διανυκτερεύουν ἐπὶ πολὺν χρόνον αἰγοπρόβατα Π. Γεννάδ., Φυτολογ Λεξ., 708. Συνών. βλ. εἰς λ. γιδομάντρι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬούρτ’ Θεσσ. (Καρδίτσ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬούρτιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν. Κολάκ. Φθιῶτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/