γιˬούσουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬούσουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬούσουρο τό, Θεσσ. (Τρίκερ.) Κουφονήσ. Κωνπλ. Κῶς Ρόδ. -Λεξ. Βλαστ. 483 Πρω. γιˬούσουρι Θήρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) -Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. Πλωρ. (ἔκδ. Ἑστίας, 211 καὶ 215) Κ. Παρορ., Στὸ ἄλμπουρ., 163 Ν. Πολίτ., Παραδ. 1, 311 Ν. Παπαδοπ., Ἐμπορ. ἐγκυκλ. 1, 320 -Λεξ. Βλαστ. 488 Πρω. Δημητρ. γιˬούσουρ’ Λεξ. Δημητρ. γιˬούσουρας ὁ, Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yusur. Βλ. περὶ αὐτοῦ Μ. Στεφανίδ., εἰς Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 6 (1923), 75.
Σημασιολογία
Τὸ μέλαν κοράλλιον ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ γιˬούσουρο εἶναι σὲ βαθιˬὰ νερά. Ἐδῶ, τὸ Ἀργυρόνησο, ἔχει γιˬούσουρα· εἶναι κλαδιˬὰ ὁλόκληρα Θεσσ. (Τρίκερ.) Τὸ γιˬούσουρι εἶναι δεντρὶ ποὺ φυτρώνει ’ς τὸν πάτο τῆς θάλασσας, μὲ κορμὸ καὶ κλαδιˬὰ χωρὶς φύλλα Ν. Πολίτ., ἔνθ’ ἀν. Κοιτάζω μὲ τὸ γυˬαλὶ στὸν πάτο· πουθενὰ γιˬούσουρι ! Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν., 215. β) Τὸ σῶμα τοῦ κοραλλίου τούτου ὡς ὕλη κατασκευῆς διαφόρων ἀντικειμένων ἐνιαχ.: Πίπα ἀπὸ γιˬούσουρι Λεξ. Πρω. Ἡ πίπα του εἶναι ’πὸ γιˬούσουρο Κῶς. Ὁ κὺρ-Δημητράκης τραυοῦσε ἥσυχος γιˬὰ τὸ σπίτι του παίζοντας ’ς τὰ χέρια του τὸ κομπολόι του, καθαρὸ γιˬούσουρι Κ. Παρορ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA