γιˬουσπατρονᾶτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουσπατρονᾶτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬουσπατρονᾶτο τό, ἄκλ. Ζάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. giuspatronato=δικαίωμα ἐξουσίας αὐθέντου ἐπὶ δούλου, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. M. Ferro, Dizionario del diritto commune e veneto Venezia 1847, 2, 382. Ἡ λ. διὰ παρετυμ. πρὸς τὴν φρ. «γιὸς πάτρωνος» ἀναφέρεται εἰς παλαιὸν ἔγγραφον (διαθήκην) ἐκ Κερκύρας, τοῦ ἔτους 1708, μὲ ἀνάλογον σημασίαν: «ἐπαρησιαστήκανε πέντε γιὰ πατρονᾶτοι πὼς ἔχουνε δικαίωμα αὐτὸ τὸ κλεῖσμα».

Σημασιολογία

Αὐθέντης, κυρίαρχος, ἀπόλυτος κύριος ἔνθ᾽ ἀν.: Καὶ τ’ εἶσαι σὺ ’δωμέσα, γιˬουσπατρονᾶτο εἶσαι καὶ μᾶς κάνεις τὸ bαρτσινέβελο; (=κύριο, ἰδιοκτήτη) Ἀργυρᾶδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/