γοργαλλάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργαλλάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργαλλάζω Κ. Παλαμ., Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ2., 92.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. ἀλλάζω.

Σημασιολογία

Ταχέως ἀλλοιοῦμαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω: Ποίημ. Αἰθερόπλαστοι ἀναδεύονται κάπο͜ιοι ἦχοι, πού, προτοῦ ᾽ς τ᾽ ἀφτὶ νὰ φτάσουν, γοργαλλάζουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/