γοργᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοργᾶτος ἐπίθ. Ρόδ. γοργᾶδος Κεφαλλ. Θηλ. γοργάδα Ἰθάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος, παρὰ τὴν ὁπ. καὶ -ᾶδος.
Σημασιολογία
Ὁ ταχύς, βιαστικὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Μᾶς ἦρθε γοργᾶδος Κεφαλλ. || ᾌσμ. Χίλιˬα φλουρκιˬὰ τοῦ χάρισε καὶ ἄλοο γοργᾶτο, π᾽ ὥστε νὰ πῇ «᾽φίνουμε ᾽γε͜ιά,» παίρνει σαράνdα μίλιˬα Ρόδ. Ἀπὸ τετράκορφο βουνὸ γοργάδα κατεβαίνει, γοργάδα καὶ νοικοκυρὰ καὶ πολυπικραμένη (ἐκ μοιρολ.) Ἰθάκ. β) Ταχὺς εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ἐργασίας, προκομμένος Κεφαλλ.: Παροιμ. Πότ᾽ ἡ νύφη μας γοργάδα; | - Τὸ Σαββάτο τοῦ Λαζάρου (εἰρων. ἐπὶ ὀκνηροῦ)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA