ἀσκόκουρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκόκουρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκόκουρος ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκὶ καὶ τοῦ ρ. κουρεύω.
Σημασιολογία
Ὁ ἐν χρῷ κεκαρμένος δίκην ἀσκοῦ. Πβ. ἀσκοκούρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA