ἀσκόλαστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκόλαστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀσκόλαστα ἐπίρρ Πελοπν. (κάμπος Λακων. ) κ.ἀ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσκόλαστος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. Τύπ. ἀσχόλαστα παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἄνευ διακοπῆς, ἀπαύστως, συνεχῶς ἔνθ’ ἀν.: Δουλεύουμε ἕξι ὧρες ἀσκόλαστα Λεξ. Πρω. 2) Πρὸ τοῦ πέρατος τῆς λειτουργίας ἢ τῶν σχολικῶν μαθημάτων τῆς ἡμέρας Λεξ. Δημητρ.: Ἀσκόλαστα ἡ ἐκκλησιˬὰ ἦρθε ὁ ταχυδρόμος. Ἦταν ἀκόμη ἀσκόλαστα, σὰν ἔστειλαν καὶ πῆραν τὸ παιδί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/