γοργο-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργο-

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργο- κοιν.

Ετυμολογία

Θέμα τοῦ ἐπιθ. γοργός.

Σημασιολογία

Συντίθεται ὡς α΄ συνθετ. πρὸς δήλωσιν πράξεως ταχείας ἢ κατὰ πυκνὰ χρονικὰ διαστήματα γινομένης: (α) Οὐσιαστικῶν, ὡς γοργανάσα, γοργοβάδισμα, γοργοθάλασσα, γοργοθανατιˬά, γοργοκίνημα, γοργοπέρασμα κ.τ.τ. (β) Ἐπιθέτων, ὡς γοργοβλάσταρος, γοργόβλεπος, γοργόβραστος, γοργογεμᾶτος, γοργογόνατος, γοργοκίνητος, γοργοπέραστος, γοργοπόδαρος, γοργόφτερος κ.τ.τ. (γ) Ρημάτων, ὡς γοργοανασαίνω, γοργοβαδίζω, γοργοβασιλεύω, γοργοβράζω, γοργογεμίζω, γοργογερνῶ, γοργογκρεμίζω, γοργογυρίζω, γοργοδιˬαβαίνω, γοργομεγαλώνω, γοργοπεθαίνω, γοργοπερνῶ, γοργοποδίζω κ.τ.τ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/