γοργοανασαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοανασαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοανασαίνω Ν. Ἑστ. 19 (1936), 42.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. ἀνασαίνω.

Σημασιολογία

Ἀναπνέω, ἀνασαίνω ταχέως: Γοργοανασαίνοντας μὲ τὸ πλατὺ σὰν πηγάδι στόμα της, κρυβότανε ᾽ς τὴν καλύβα ἡ Ντάνκα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/