ἀσκομαχιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκομαχιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκομαχιˬάζω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκομάχι.
Σημασιολογία
᾿Ασθμαίνω, πνευστιῶ: Ἔτρεξα λίγο κι ἀσκομάχιˬασα. Θὰ σὲ κάμω ν’άσκομαχιˬάσῃς καὶ νὰ μείνῃς μιˬὰ ὥρα πίσω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκομάχομαι. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ ἀσθμαίνῃ, νὰ πνευστιᾷ: Μὲ ἀσκομάχιˬασε τοῦτος ὁ ἀνήφορος. 2) Ἀποκάμνω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστένω 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA