γοργογόνατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργογόνατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργογόνατος ἐπίθ. Κάρπ. Κρήτ. - Μ. Φιλήντ., Θρῦλ., 58 - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. γοργοόνατος Κάρπ. Κάσ. Τῆλ. γοργόνατος Μ. Φιλήντ., Γραμματ., 89 Γλωσσογν., 2.145 γοργογότανος Λέσβ. γοργοότανος Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. γόνατο. Διὰ τὸν τύπ. γοργόνατος βλ. Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 2.145.

Σημασιολογία

Μόνον εἰς ᾂσμ, ὁ ταχὺς τοὺς πόδας ἔνθ᾽ ἀν.: Μαῦρε μου γοργόνατε κιˬ ἀνεμοπυπλοπόδη, πολλὲς φορὲς μὲ γλύτωσες ἀπὸ βαρε͜ιὲς φουρτοῦνες (μαῦρος = ὁ μέλας ἵππος, ἀνεμοκυκλοπόδης = ταχύπους) Κρήτ. Μαῦρε μου γοργογόνατε κιˬ ἀνεμοκυκλοπόδη, ἴσως καὶ τὴ bεράσουμε ἐτούτη τὴ φουρτούνα αὐτόθ. Μαῦρο μου γοργογόνατο, ἀνεμοποδαρᾶτο, πού ᾽χεις κοdὰ τὰ γόνατα, τὴ gεφαλὴ ᾽σιˬα-κάτω αὐτόθ. || Ποίημ. Γιˬὰ ἰδὲς τὸν παλλήκαρο, τί λεβεντιˬά, τί νιˬᾶτα, πάνου σὲ γοργογόνατο, σὲ φτεροπόδη μαῦρο! Μ. Φιλήντ., Θρῦλ., ἔνθ᾽ ἀν Συνών. ἀλαφροπάτης 2, ἀλαφροπόδαρος, ἀνάφτερος, ἀνεμοκυκλοπόδης, ἀνεμοσουριˬασμένος (βλ. εἰς λ. ἀνεμοσουριˬάζω), ἀνοιχτοπάτης, ἄξιος 4, γοργοπόδαρος, γοργοπόδης, γρήγορος, σαΐνι, σβέλτος, φτεροπόδαρος, φτεροπόδης, ἀντίθ. ἀγάληος, ἄναργος, ἀράθυμος 1, ἀργητὸς Α 1β, ἄργιρος, ἀργοκίνητος, ἀργοπερπάτητος, ἀργοπόρευτος, ἀργοπορινός, ἀργοποριστής, ἀργόπορος, ἀργός Α2, ἀργοσάλευτος, ἀργόσης, ἀργοστόλιστος 2, ἀργόσυρτος, ἀργοχέρης, ὀκνογάιδουρο, ὀκνός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/