ἀσκομάχομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκομάχομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκομάχομαι Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. ἀσκώνω καὶ μάχομαι.

Σημασιολογία

Ἀσθμαίνω: Ἀσκομάχεται ’σὰν νά ’ναι τοῦ θανατᾶ. Συνών. ἀγκομαχῶ, ἀσκομαχιˬαζυνέσκω, ἀσκομαχιˬάζω 1, ἀσκομαχῶ 1, λαχανιˬάζω. Μεταφ. ἐπὶ τῆς τρικυμιώδους θαλάσσης: Ἀσκομάχεται ἡ θάλασσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/